Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 535/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 2ο

Περίληψη :

Αγωγή καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως : Μπορεί να αφορά και οιονεί δήλωση βουλήσεως,  υποβολή αίτησης σε Δημόσια αρχή (άδεια λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας/μίσθωσης θαλάσσιας έκτασης για μεταβολή φορέα). ¨Ενσταση συμβατικού συμψηφισμού : λειτουργεί ως ένσταση εξόφλησης. ¨Ενσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος – σωρευτική  αναδοχή χρέους. Επικυρώνει την πρωτοβάθμια απόφαση.

Αριθμός  απόφασης :    535/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 2ο)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα Πρόεδρο Εφετών,   Σταυρούλα Λιακέα Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή,  και τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ  ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ  – ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ  : Ανώνυμης εταιρίας  ……. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Αθανασία Σδρόλια (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ –  ΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης …………….. ως οιονεί καθολικής διαδόχου (λόγω απορρόφησης) της εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Καραντώνη, με δήλωση κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

Η καλούσα-εφεσίβλητη-καθ’ ής οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-7-2016  και με  αρ. κατάθεσης ………./2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3606/2017  απόφαση  του  ως  άνω  Δικαστηρίου,  που  έκανε την αγωγή δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και  ήδη εκκαλούντες-ασκούντες τους πρόσθετους λόγους έφεσης,  με την από 28-9-2017 και με αρ. κατάθεσης ………./2017 έφεση τους και τους από 24-8-2018 ………./2018 πρόσθετους λόγους έφεσης.  Επ’ αυτών εκδόθηκαν οι αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου : α)  με αρ.  454/2019,  η οποία απέρριψε την έφεση ως προς  τον δεύτερο εκκαλούντα και κατά τα λοιπά διέταξε επανάληψη συζήτησης και β) η με αρ. 74/2021 απόφαση, που διέταξε επανάληψη συζήτησης.  Ήδη η υπόθεση φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση με την από  2.2.2021  και με αρ. καταθέσεως ………/2021 κλήση της εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν με δηλώσεις του άρθρου 242 ΚΠολΔ και αναφέρθηκαν στις  προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 2.2.2021  και με αρ. καταθέσεως ………/2021 κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, η από 28-9-2017 και με  αρ. κατάθεσης ………/2017 έφεση καθώς και οι από 24-8-2018 και  με αρ. κατάθεσης ………/2018 πρόσθετοι λόγους αυτής, κατά της με αρ. 3606/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση των με αρ.  454/2019,  και  74/2021 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου. Η με αρ. 454/2019 απόφαση,  αφού απέρριψε την έφεση ως προς  τον δεύτερο εκκαλούντα, έκρινε τυπικά δεκτή την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής ως προς την πρώτη εκκαλούσα και περαιτέρω  διέταξε επανάληψη συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθεί αντίγραφο του υποβληθέντος δικαστικού ενσήμου της αγωγής,  ή να καταβληθεί αυτό. Η  αρ. 74/2021  απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου διέταξε επανάληψη συζήτησης, προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο της αγωγής. Ήδη η καλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα προσκομίζει κι επικαλείται το με αρ. …….. e- παράβολο ποσού 2.006,87 €, με το οποίο συμπληρώνεται το δικαστικό ένσημο, όπως είχε κριθεί από την παραπάνω απόφαση, σε συνδυασμό με το με αρ. ………..  e-Παράβολο ποσού 2.768,57 € και το με αρ. …………… e- παράβολο, ποσού 1.547,98€, τα οποία είχε ήδη καταβάλει.  Κατόπιν αυτών η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Η  ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην από 20.7.2016  και αρ. κατάθεσης ………/2016 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι στις 10-2-2006 καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της,  εταιρίας με την επωνυμία «…………. εταιρία περιορισμένης ευθύνης» ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας ως αγοράστριας, με εγγυητή υπέρ της αγοράστριας εταιρίας το δεύτερο εναγόμενο,  το με ίδια χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδας, δυνάμει του οποίου η πρώτη πώλησε στη δεύτερη  τον αναφερόμενο αναλυτικά στην αγωγή πάγιο εξοπλισμό επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας, ευρισκομένης στη θέση του κόλπου θέση «………» …. Τροιζηνίας, με παρακράτηση κυριότητας.  Ότι   το τίμημα ορίστηκε στο ποσό των 597.000 €, το οποίο πιστώθηκε και θα καταβαλλόταν  σε 53 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 11.000 € εκάστης και μίας των 14.000 € με αφετηρία την 31.3.2006 η δε καταβολή θα γινόταν στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με στερητική  αναδοχή χρέους της  αγοράστριας για το ισόποσο  υπόλοιπο  του δανείου  που όφειλε η πωλήτρια. Ότι σε περίπτωση μη  τήρησης των όρων του συμφωνητικού και μεταξύ άλλων μη υπογραφής εντός 10 ημερών της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους με την ΑΤΕ ή καθυστέρησης άνω των 3 δόσεων,  η άνω πωλήτρια είχε δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης,  χωρίς να υποχρεούται να επιστρέψει το καταβληθέν έως τότε τίμημα,  το οποίο θα παρακρατείτο ως ποινική ρήτρα, η δε πρώτη  εναγομένη θα ήταν υποχρεωμένη και ανεξάρτητα από την άσκηση του άνω δικαιώματος, μετά από τη σχετική εξώδικη αίτηση – δήλωση της ενάγουσας προς αυτήν, να υποβάλει άμεσα (αμελλητί), αίτηση για τη μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση των αδειών λειτουργίας και συμβάσεων μισθώσεως, που θα είχαν παραχωρηθεί σ’ αυτήν (1η εναγομένη), σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, και πάλι στην ενάγουσα. Ότι  η πρώτη εναγόμενη  αθέτησε το άνω συμφωνητικό,  καθώς κατάρτισε σωρευτική αναδοχή χρέους με την ΑΤΕ και από τις 23.7.2009 σταμάτησε την καταβολή των δόσεων του τιμήματος,  έχοντας καταβάλει έως τότε  το συνολικό ποσό των 335.824,39 €, καθιστάμενη  υπερήμερη ως προς το υπόλοιπο των  261.383,93 €, πλέον του ποσού των 146.146,09€ ως τόκων υπερημερίας από την 24-7-2009. Ότι η ενάγουσα, η οποία κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της πωλήτριας  από συγχώνευση λόγω απορρόφησης, με την από 7.12.2014 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 19.12.2014 κάλεσε αυτήν εντός 5 ημερών να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, πλέον των τόκων υπερημερίας,  δηλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση υπαναχωρεί  από τη σύμβαση πωλήσεως. Ότι η εναγόμενη δεν εκπλήρωσε τις άνω υποχρεώσεις, ώστε η δήλωση αυτή υπαναχώρησης της ενάγουσας  ίσχυσε από τις 24.12.2014,   η οποία στη συνέχεια απαίτησε την επιστροφή του εξοπλισμού ασκώντας  τα εκ του άρθρου 532 του ΑΚ δικαιώματά της, και με την από 31-3-2016 εξώδικη δήλωσή της που κοινοποίησε στην πρώτη εναγόμενη  4-4-2016 κάλεσε αυτήν, εντός αποκλειστικής προθεσμίας μιας εργάσιμης ημέρας από την επομένη της κοινοποιήσεως αυτής, να  υποβάλει αίτηση προς την Διοίκηση και συγκεκριμένα προς το αρμόδιο Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, σχετικώς με την αναμεταβίβαση και διοικητική παραχώρηση στην ενάγουσα των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της εν λόγω μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, πλην όμως η τελευταία ουδέποτε υπέβαλε την αντίστοιχη αίτηση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταδίκη δήλωσης βουλήσεως, η οποία να  αφορά στην υποβολή έγγραφης αίτησης προς τη Δημόσια Υπηρεσία του Τμήματος Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία να συγκατατίθεται και να ζητεί: τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα: α)της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση του  κόλπου ……..» ……….. Τροιζηνίας, όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, όπως αυτή ισχύει ή θα ισχύει κατά τη μεταβίβαση, και β)της συμβάσεως μισθώσεως για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας, όπως αυτή η μίσθωση αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ……../28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας …………., καθώς και σε κάθε άλλο μισθωτήριο που έχει συμπληρώσει ή ανανεώσει ή αντικαταστήσει αυτό με οιονδήποτε τρόπο και γ) επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής, καθώς και σε κάθε άλλη απόφαση που συμπληρώνει ή ανανεώνει ή αντικαθιστά αυτή με οιονδήποτε τρόπο και για οιονδήποτε λόγο και αιτία. Επικουρικώς  να καταδικαστεί η πρώτη εναγόμενη κατ’ άρθρον 946 του ΚΠολΔ, στην ακόλουθη υλική πράξη, δηλαδή να προβεί, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, στην υποβολή των ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενων αιτήσεων, και  σε περίπτωση που δεν προβεί στην επιχείρηση αυτών  σε χρηματική ποινή 50.000 €, καθώς και να επιβληθεί στο δεύτερο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός έτους, σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης, που θα εκδοθεί. Με την εκκαλούμενη απόφαση η προαναφερθείσα αγωγή έγινε δεκτή, ως προς το κύριο αίτημά της, και καταδικάσθηκε η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα σε δήλωση βουλήσεως και ειδικότερα σε ιδιωτικό έγγραφο (αίτηση) προς το Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής,  με το άνω περιεχόμενο, ώστε σε περίπτωση άρνησής της να θεωρηθεί ότι η δήλωση βούλησής της έχει συντελεστεί με την τελεσιδικία της απόφασης αυτής, ενώ απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το επικουρικό αίτημα αυτής και τα  παρεπόμενα αιτήματα χρηματική ποινής και προσωπικής κράτησης ως προς τον πρώτο των εναγόμενων. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η πρώτη εκκαλούσα(ως προς την οποία κρίθηκε παραδεκτή και   τυπικά δεκτή η έφεση) με την κρινόμενη έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της.

Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ επί  υποχρεώσεως του οφειλέτη σε νομική πράξη (δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως) εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ένα ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για την εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση της οφειλόμενης νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που τον καταδικάζει στη σχετική δήλωση βουλήσεως (ΑΠ 1511/2013, ΧρΙΔ 2014/211 = ΕπισκΕΔ 2013/967, ΑΠ 76/2004, ΧρΙΔ 2004/431 = Δ 2004/1043, ΑΠ 732/1993, Δνη 1995/105, ΤριμΕφΑθ. 328/2019, ΤριμΕφΑθ224/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την καθιέρωση του πλάσματος αυτού ο νομοθέτης αποσκοπεί στην υποκατάσταση της (φυσικής) δηλώσεως της βούλησης του οφειλέτη από τη δικαστική απόφαση, με την τελεσιδικία της οποίας επέρχονται οι έννομες συνέπειες της πρώτης, που ελλείπει, ωσάν στη δήλωση να είχε προβεί ο οφειλέτης, χωρίς μάλιστα την παρεμβολή των οργάνων της εκτελέσεως και χωρίς το φυσικό καταναγκασμό του. Για τη λειτουργία του νομικού πλάσματος προϋποτίθεται, πέραν της, όπως ήδη ανωτέρω ειπώθηκε, υποχρεώσεως σε δήλωση βουλήσεως που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιώσεως, η εκπλήρωση της οποίας μπορεί να εξαναγκαστεί (ΑΠ 499/2011ΝοΒ 2011/1577 Δνη 2011/1052) και η δυνατότητα της πλήρους ικανοποιήσεως της αξιώσεως αυτής δια του νομικού πλάσματος, όπως συμβαίνει όταν η κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ τελεσίδικη απόφαση είναι σε θέση, σύμφωνα με το νόμο και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να επιφέρει αυτή και μόνη αποτελέσματα επακριβώς ισοδύναμα για το δανειστή προς εκείνα της οικειοθελούς δηλώσεως βουλήσεως του οφειλέτη, όταν δηλαδή για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του πρώτου δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη, πρόσθετη της δηλώσεως αυτής, (φυσική) σύμπραξη του οφειλέτη, διότι τότε η εκτέλεση της αξιώσεως γίνεται εμμέσως κατά το άρθρο 946 § 1 ΚΠολΔ (Ε. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, 1989, § 3 ΙΙΙ 2 Β, σελ. 102, Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 7, σελ. 114). Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 949 ΚΠολΔ περιλαμβάνονται οι ρητές δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως, δηλαδή οι δηλώσεις βουλήσεως που αποτελούν πράξεις αυτοκαθορισμού του δηλούντος και κατευθύνονται στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, τα οποία επέρχονται ακριβώς επειδή είναι ηθελημένα (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1961, § 32, σελ. 106 επομ.), εφόσον, βέβαια, έχουν περιουσιακό χαρακτήρα, για τις οποίες ο οφειλέτης έχει, όπως προαναφέρθηκε, υποχρέωση είτε από δικαιοπραξία είτε απευθείας από το νόμο, υπό την έννοια της ειδικής διάταξης ουσιαστικού νόμου, που έχει τέτοιο περιεχόμενο (λ.χ. από τα άρθρα 734 και 904 § 1 ΑΚ). Όμως, η ίδια διάταξη εφαρμόζεται είτε ευθέως είτε αναλογικά, όπως γίνεται δεκτό κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ/α, 2017, § 50, αρ. 17, σελ. 82, Ι. Καρακατσάνης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 424, αρ. 6, σελ. 491, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, άρθρο 424, αρ. 20) και στις οιονεί δικαιοπρακτικές δηλώσεις, εκείνες δηλαδή που επισύρουν έννομες συνέπειες ex lege, ανεξάρτητα αν ο δηλών απέβλεψε σ’ αυτές και οι οποίες διακρίνονται από τις απλές υλικές πράξεις, που δεν αποτελούν δηλώσεις, επειδή δεν επιχειρούνται με πρόθεση γνωστοποιήσεώς τους σε άλλον (Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – ΣταθόπουλοΑστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 127 – 200, αρ. 7, σελ. 4 επομ. και αρ. 9, σελ. 5, Εμμ. Μιχελάκης, ΕρμΑΚ, Εισαγ. Άρθρ. 127 – 200, αρ. 121 – 125). Από τα ανωτέρω έπεται η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και, όταν η υποχρέωση του οφειλέτη συνίσταται στην προσυπογραφή εγγράφου δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή γεγονότος αναγομένου στο παρόν ή στο μέλλον, που αφορά τις προς τρίτους έννομες σχέσεις του δανειστή,  και η οποία δεν έχει αυτοτελή υπόσταση έναντι της δηλώσεως βουλήσεως του οφειλέτη (Ε. Ποδηματά, ο.π., σελ. 123), η οποία εξωτερικευόμενη θα συνίσταται στη θέλησή του να διαμορφωθούν οι έννομες σχέσεις του δανειστή του σύμφωνα με την πραγματικότητα, στην αποτύπωση της οποίας σε έγγραφο οφείλει και ο ίδιος να συμπράξει υπέρ αυτού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι πάσης φύσεως αιτήσεις προς Δημόσιες Αρχές, που είναι δεκτικές εννόμων συνεπειών, όταν υπάρχει  παρεπόμενη υποχρέωση  ενός από τους συμβαλλόμενους, να προβεί στις  αναγκαίες ενέργειες προς αυτές λ.χ. του εκμισθωτή να προβεί στην  υποβολή αίτησης προς την αρμόδια διοικητική αρχή για την τροποποίηση της υπάρχουσας οικοδομικής άδειας του μισθίου, ώστε σε περίπτωση άρνησής του μπορεί  δύναται να εξαναγκασθεί προς τούτο μέσω του άρθρου 949 ΠολΔ (ΑΠ 923/2004, ΑΠ 1078/2001ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διάφορο είναι το ζήτημα για το ποιές ενέργειες θα προβεί από την πλευρά της η Διοίκηση, δηλαδή αν θα προβεί σε εκ νέου έλεγχο των δικαιολογητικών, θεωρώντας την άδεια ως συνέχεια της προηγούμενης  και,   καθώς αντικείμενο της αγωγής είναι μόνο η κατά πλάσμα δικαίου υποβολή αίτησης για την εκ νέου  απόκτηση της άδειας λειτουργίας από την ενάγουσα, ώστε η έκδοση αυτής θα γίνει μόνο από την Διοίκηση με τον έλεγχο των νομίμων προϋποθέσεων  (άρθρο 23 του ν. 4282/2014). Ειδικά η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιχθυοτροφικής μονάδας είναι αυστηρώς προσωποπαγής διοικητική πράξη και ως τέτοια δεν μπορεί να μεταβιβασθεί σε τρίτο, μπορεί όμως να τροποποιηθεί ως προς το φορέα λειτουργίας, μετά από έλεγχο της συνδρομής στο πρόσωπο  του νέου δικαιούχου των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος (άρθρο 23 παρ.2 εδ.α του ν. 4282/2014, βλ. Κυβέλος/Πρεβεδούρου γνωμοδ. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2017, προσκομιζόμενη). Εξάλλου από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 361 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι, αν  επέλθει η συμβατικώς επιτραπείσα υπαναχώρηση για υπαίτια παράβαση της συμβάσεως, με τη σχετική δήλωση του έχοντος το δικαίωμα υπαναχωρήσεως προς τον έτερο (αρθρ. 390 ΑΚ), η οποία αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη υποκείμενη σε τύπο, λύεται η συμβατική σχέση και αποσβέννυνται οι εξ αυτής υποχρεώσεις των συμβαλλομένων προς παροχή, οι οποίοι και υποχρεούνται αμοιβαίως σε απόδοση των ληφθεισών παροχών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ και μάλιστα για αιτία λήξασα, εάν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμφώνησαν άλλως (ΑΠ 1201/1989 ΕλλΔνη 32.763, ΕφΘεσ 2037/1991 ΕλλΔνη 33.1291). Είναι επίσης δυνατόν να περιληφθεί στη σύμβαση ρήτρα περί του ότι ο δανειστής, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως του λόγω της υπαιτίου παραβάσεως της συμβάσεως από τον οφειλέτη,  κερδίζει  το μέρος της παροχής που ήδη έχει λάβει, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι περί ποινικής ρήτρας διατάξεις (Παπανικολάου σε ΑΚ  Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό II, στο άρθρο 400 αριθμ. 1, 5 και 8). Περαιτέρω, ενόψει του ότι η δήλωση της υπαναχωρήσεως έχει ενοχική μόνον και όχι εμπράγματη ενέργεια, αν η ληφθείσα παροχή σώζεται, πρέπει ν` αποδοθεί αυτούσια (αρθρ. 908 ΑΚ), ενώ αν δεν σώζεται αποδοτέο είναι το ληφθέν εξ αυτής αντάλλαγμα, ήτοι η οικονομική αξία που αποτελεί αντιστάθμισμα, περιερχόμενο στη θέση του αρχικού πλουτισμού (Παπανικολάου, ό.π., στο άρθρο 389, αριθμ. 15).

Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή κατά το κύριο αίτημά της, που έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι νόμιμη ως καταδίκη της εναγόμενης σε οιονεί δήλωση βουλήσεως, υποβολής αίτησης στη Διοίκηση για την αλλαγή του φορέα άδειας ίδρυσης λειτουργίας της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας/μίσθωσης της αναγκαίας υδάτινης έκτασης, με βάση τα όσα εκτέθηκαν. Διάφορο είναι το  ζήτημα για το ποιες ενέργειες θα προβεί από την πλευρά της η Διοίκηση, δηλαδή αν θα προβεί σε εκ νέου έλεγχο των δικαιολογητικών, θεωρώντας την άδεια ως συνέχεια της προηγούμενης  και,   καθώς αντικείμενο της αγωγής είναι μόνο η κατά πλάσμα δικαίου υποβολή αίτησης για την εκ νέου  απόκτηση της άδειας λειτουργίας από την ενάγουσα, ώστε η έκδοση αυτής θα γίνει μόνο από την Διοίκηση με τον έλεγχο των νομίμων προϋποθέσεων  (άρθρο  23 του ν. 4282/2014). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε νόμιμη την αγωγή, κατά το κύριο αίτημά της (949 ΚΠολΔ), ώστε ο πέμπτος λόγος της έφεσης και ο  πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων,  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Στις διατάξεις των άρθρων  440 επ. ΑΚ ρυθμίζεται ο μονομερής ή αναγκαστικός συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον αυτές είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, που επέρχεται με τη μονομερή δήλωση του ενός από τα δύο μέρη, απευθυντέα προς τον άλλον, Δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως απόσβεσης απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών, οπότε πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Η σύμβαση περί συμψηφισμού, καθορίζεται ελεύθερα από τα μέρη  και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, χωρίς να είναι αναγκαίο  έχουν συνυπάρξει οι αμοιβαίες απαιτήσεις και είναι δυνατόν να αφορά και σε απαιτήσεις μέλλουσες. Στην περίπτωση αυτή η επίκληση του συμβατικού συμψηφισμού αποτελεί και θεμελιώνει ένσταση αποσβέσεως της οφειλής (ΑΠ 1010/2019, ΑΠ  31/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, που εκτιμώνται ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ή είναι πρόσφορα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, κατά τα άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ (ΑΠ 152/1992 ΕλλΔνη 33.814) και  των με αρ.  …./18.10.2016 και  …./18.10.2016 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων  ………. και …………., που ελήφθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ναυπλίου, με την επιμέλεια της ενάγουσας,  μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …../3.8.2016 και …../3.8.2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 10-2-2006 καταρτίσθηκε μεταξύ  της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας,   εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…. ΕΠΕ» ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας ως αγοράστριας,  το με ίδια ημερομηνία  ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η πρώτη πώλησε στην δεύτερη εξοπλισμό ιχθυοκαλλιέργειας, με βάση το παράρτημα 1 αυτής και ειδικότερα : 1) Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου με οικίσκο, αποθήκη και προβλήτα 92.600 €, 2) Αγκυροβόλια-πλήρη με σημαδούρες, τιμόνια φωτοσημαντήρες και καδένες τεμ2 τιμή μονάδος 60.000  και σύνολο 120.000 €. 3) Πλατφόρμα εξαλίευσης 6 Χ4 με γερανό 20.000 €, 4) κλωβοί πλαστικοί 6 Χ 6 τεμ.4 τιμή μονάδος 5.000 €  και σύνολο 20.000 €. 5)  κλωβοί διαμ Φ 16 τεμ 5.τιμή μονάδος7.000 €και σύνολο35.000 €. 6) κλωβοί διαμ Φ  19  τεμ 105. τιμή μονάδος      8.000 €    και σύνολο  80.000 €. 7)  Γεννήτρια Petrogen  40 KWAαξία 15.000 €, 8) Γεννήτρια κλειστού τύπου ΚΥΒΟΤΑ 7,5 KWA αξία  15.000 €, 9)  πνευματικ. σύστημα παροχής τροφής 6.000,10)   Δίχτυα 6X6    24 τεμ   1.250    € και σύνολο 30.000 €, 11)Δίχτυα. Φ16 τεμ.10 3.000 και σύνολο 30.000, 12)  Δίχτυα. Φ19  τεμ.10 με τιμή μονάδος4.000και σύνολο40.000 €, 13)  φορτηγάκι κλειστό WV  (αρ. κυκλοφορίας ΑΡΕ 5287) 10.000 €, 14) ταχύπλοο μηχανοκίνητο ΗΟΝDA 30 HP αξία 10.000 €, 15) σκάφος Creta Mare 8,5μ. με CUMMINGS 200 HP 30.000  €16 ) Kλαρκ Linde» 1,5 ταξίας 15.000 €, 17) Εξωλέμβια YAMAHA 25 HP 3.000 € και 18) Τράπεζα εμβολιασμού ιχθύων με 4 πιστόλια 4.000 € και σύνολο 597.000 €. Το τίμημα πιστώθηκε και ήταν πληρωτέο  σε 53 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 11.000 € εκάστης και μίας των 13.000 € με αφετηρία την 31.3.2006 και μέχρι την αποπληρωμή του η ενάγουσα θα διατηρούσε την κυριότητα του άνω εξοπλισμού. Η  καταβολή  του τιμήματος θα γινόταν απευθείας στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς η εναγόμενη με το ίδιο συμφωνητικό αναδέχθηκε στερητικά την οφειλή της πωλήτριας προς την  ΑΤΕ, από δάνειο (σύμβαση πίστωσης)  που είχε λάβει η πρώτη,  το  υπόλοιπο του οποίου από κεφάλαιο ανερχόταν στο ίδιο ποσό των 597.000 €.  Ακόμα η αγοράστρια όφειλε έως τις 25.3.2006 να καταβάλει  το ΦΠΑ  του οφειλόμενου εξοπλισμού(άρθρο 2α του συμφωνητικού). Η πώληση αυτή τελούσε σε άμεση συνάρτηση με την διοικητική παραχώρηση στο όνομα της αγοράστριας των σχετικών διοικητικών αποφάσεων και συμβάσεων μίσθωσης θαλάσσιας έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο και ειδικότερα α) της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση του  κόλπου ………… Τροιζηνίας,  όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, β) της σύμβασης μισθώσεως θαλάσσιας έκτασης για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας με το  υπ’ αριθ. …………/28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………… γ) της  μεταβίβασης και παραχώρησης επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Η πωλήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να προσέλθει σε 4 εργάσιμες ημέρες σε συμβολαιογράφο και να παράσχει στην εναγόμενη ανέκκλητο πληρεξούσιο, με το οποίο θα εξουσιοδοτούσε την αγοράστρια και τα πρόσωπα που αυτή θα υποδείκνυε,  να προβούν αμέσως μετά την αίτηση της αγοράστριας προς την ΑΤΕ για την αναδοχή του χρέους σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση των διαδικασιών της διοικητικής παραχώρησης, μεταβίβασης των αποφάσεων μίσθωσης θαλάσσιας έκτασης των συμβάσεων μίσθωσης με το Ελληνικό Δημόσιο και  την ολοκλήρωση της μεταβίβασης του εξοπλισμού σκαφών και οχημάτων (άρθρο 3 α και β). Εξάλλου σε περίπτωση που η αγοράστρια, είτε  δεν προέβαινε εντός 10 ημερών από την υπογραφή του παρόντος στην αναδοχή του χρέους, είτε  καθυστερούσε την πληρωμή της πρώτης δόσης άνω των 8 ημερών μετά την 31.3.2006 είτε  3  συνεχόμενες δόσεις  του προς αποπληρωμή δανείου,  η πωλήτρια είχε δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, με εξώδικη δήλωσή της, η οποία θα επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της εντός 5 ημερών από την υποβολή της, αν η εναγόμενη δεν εκπλήρωνε εντός αυτής τις υποχρεώσεις της. Για την περίπτωση  αυτή η σύμβαση της πώλησης θα ανατρεπόταν ολικώς και αναδρομικά  και κυρίως με υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει στην πωλήτρια την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά και με υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της προς την Α.Τ.Ε. Η πωλήτρια όμως  θα δικαιούτο να θεωρήσει το ποσό του τμήματος που τυχόν θα έχει καταβληθεί προς την Α.Τ.Ε. ως ποινική ρήτρα σε βάρος της αγοράστριας και χωρίς να έχει  υποχρέωση να της επιστρέφει το ποσό αυτό. Αν η πωλήτρια δεν επιθυμούσε να ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα υπαναχώρησης [άρθρο 2(γ)]για την περίπτωση μη εξόφλησης 3 συνεχόμενων δόσεων του δανείου  αποπληρωμής του δανείου προς την Α.Τ.Ε., η αγοράστρια θα όφειλε  να καταβάλει στην πωλήτρια ως ποινική ρήτρα ποσό ίσο με το απολειπόμενο – μη καταβληθέν – εκείνη τη στιγμή τίμημα, αποκλεισμένης κάθε περαιτέρω αποζημιώσεως. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της άσκησης του ανωτέρω δικαιώματος υπαναχώρησης ή  απαίτησης της ποινικής ρήτρας, η αγοράστρια θα υποχρεούτο, αμελλητί μετά από τη σχετική εξώδικη αίτηση-δήλωση της πωλήτριας προς αυτήν, να υποβάλει αίτηση για την μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της μονάδας, που θα έχει ήδη παραχωρηθεί στην αγοράστρια (άρθρο 2 δ). Παράλληλα την ίδια ημέρα καταρτίστηκε όμοιο  συμφωνητικό  για την αγορά από την εναγόμενη αντίστοιχου  εξοπλισμού ιχθυοκαλλιέργειας της εταιρίας  «…. ΕΠΕ» κειμένου στην θέση  «……….. Τροιζηνίας με τίμημα 703.000 €, με τους όμοιους όρους με το  επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό που κατάρτισε ως πωλήτρια η εταιρία «……… ΕΠΕ» (παρακράτηση κυριότητας, ανάληψη υποχρέωσης σωρευτικής αναδοχής χρέους, καταβολή στην ΑΤΕ).  Εξάλλου η  πωλήτρια «………. ΕΠΕ» εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της που ανέλαβε  από το άνω συμφωνητικό, καθώς παρέδωσε τον προαναφερόμενο εξοπλισμό και προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση της άδειας λειτουργίας της μονάδας και  μίσθωσης υδάτινων εκτάσεων και επ’ ονόματι της πρώτης εναγόμενης και η τελευταία κατέβαλε εμπρόθεσμα το ΦΠΑ του εξοπλισμού, όπως είχε συμφωνηθεί. Περαιτέρω η  πρώτη εναγόμενη κατάρτισε στις 14.12.2006  με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σωρευτική αναδοχή χρέους, με την οποία αναδέχθηκε σωρευτικά με την πωλήτρια  το χρέος που όφειλε τότε η τελευταία έως τότε, ύψους 511.526,73   €, από την με αρ. ……/1.11.2000 σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις αυτής που είχε καταρτίσει η τελευταία με την άνω Τράπεζα, αναλαμβάνοντας να καταβάλει το ποσό των 11.000 € κάθε μήνα, όπως αναφέρθηκε και στο από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό  και τους τόκους, που θα καταλογίζονταν στις 30/6 και 31/12 κάθε έτους. Η κατάρτιση σωρευτικής και όχι στερητικής αναδοχής χρέους δεν οφειλόταν μόνο στην εναγόμενη αλλά και στην άνω Τραπεζική εταιρία, η οποία δεν δέχθηκε να απαλλαγεί τελείως η πωλήτρια και να παραμείνει μόνη οφειλέτρια η εναγόμενη. Η πωλήτρια εταιρία και η εταιρία «…… ΕΠΕ» συγχωνεύτηκαν  με απορρόφηση στην ενάγουσα (βλ. το με αρ. 8241/25.7.2008 Τεύχος της ΕΦΚ  ΑΕ και ΕΠΕ), ώστε η ενάγουσα  κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος των παραπάνω εταιριών. Εξάλλου  η εναγόμενη από τις 23.7.2009 σταμάτησε τελείως  την καταβολή των δόσεων  προς την άνω Τράπεζα,  έχοντας καταβάλει έως τότε  το συνολικό ποσό των 335.824,39 €,  καθιστάμενη  υπερήμερη ως προς ως προς την καταβολή άνω των 3 δόσεων, οφείλοντας  το υπόλοιπο των  261.383,93 €. Σε βάρος της ενάγουσας (μεταξύ άλλων) εκδόθηκε η με αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με βάση την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Αγροτική Τράπεζα υπό Ειδική Εκκαθάριση το συνολικό ποσό του 1.300.000 €,  από το οποίο ποσό 73.300 € αφορούσε  το κεφάλαιο  του  λογαριασμού  που τηρήθηκε για την   εταιρία «…..» και ποσό 62.400 € το κεφάλαιο του λογαριασμού που τηρήθηκε για την εταιρία  «…. ΕΠΕ». Διευκρινίζεται ότι η ενάγουσα είχε καταρτίσει με την ΑΤΕ και την  με αρ. …../2001 σύμβαση πίστωσης.  Η ενάγουσα με την από7.12.2014 εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε στους εναγόμενους (την πρώτη  εναγόμενη εταιρία  και το δεύτερο ως προς τον οποίο έχει απορριφθεί η αγωγή)  στις 19.12.2014 (βλ. επισημείωση του δικ. Επιμελητή …………) κάλεσε την εναγόμενη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το συμφωνητικό, δηλώντας ότι με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας υπαναχωρεί  από τη σύμβαση. Περαιτέρω με την από 24.2.2016 εξώδικη δήλωσή της, αφού δεν κατέστη δυνατή η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς μεταξύ τους, ζήτησε την απόδοση του πωληθέντος εξοπλισμού και με την από 31.3.2016 εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 4.4.2016 απαίτησε από την εναγόμενη σε προθεσμία μίας ημέρας  να υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση για την επαναμεταβίβαση της σχετικής άδειας λειτουργίας με την μίσθωση της αρχικής έκτασης και επιπλέον αυτής των  20 στρεμμάτων. Η ίδια η ενάγουσα, μετά την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας  υπέβαλε  αίτηση στο Τμήμα Γεωργικών εκμεταλλεύσεων και αλιείας της αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής,  για την αναμεταβίβαση της άδειας λειτουργίας και μίσθωσης  της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, για να λάβει αρνητική απάντηση, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2α του άρθρου 23 του ν.4282/2014, που σημαίνει ότι ο μοναδικός τρόπος για την αναμεταβίβαση της επίδικης άδειας λειτουργίας και των σύμβασης μίσθωσης ήταν να υποβληθεί αίτηση από τον τωρινό φορέα του δικαιώματος, την πρώτη εναγόμενη. Η εκκαλούσα – πρώτη  εναγόμενη με τους πρώτο και δεύτερο λόγους  της έφεσής της επαναφέρει την  ένσταση εξόφλησης – συμβατικού συμψηφισμού που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  ισχυριζόμενη ότι με νεότερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, που έλαβε χώρα στις αρχές του 2010 συμφωνήθηκε  το τίμημα της πωλήσεως του επιδίκου συμφωνητικού με την εταιρία «…. ΕΠΕ»,  όσο και του με ίδια ημερομηνία συμφωνητικού που είχε καταρτίσει η εναγόμενη με την εταιρία …… ΕΠΕ», των οποίων καθολική διάδοχος κατέστη η ενάγουσα, να εξοφλείται (συμψηφίζεται) με το τίμημα από τις  πωλήσεις ιχθυοτροφών, που πραγματοποιούσε η εναγόμενη στην ενάγουσα.  Ότι σε εκπλήρωση της συμφωνίας αυτής,  η εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλει τις συμφωνημένες δόσεις του τιμήματος στην Τράπεζα, συμψηφίζοντας αυτές με ίσης αξίας  πωλήσεις ιχθυοτροφών   η δε  ενάγουσα απέστειλε  επιστολή  στην τελευταία που επιβεβαίωναν τη συμφωνία αυτή. Ότι  με τον τρόπο αυτό, η εναγόμενη εξόφλησε ολικώς το τίμημα της πωλήσεως, αφού  τον Απρίλιο του 2010 η ενάγουσα  όφειλε στην εναγόμενη 572.111,38 € το δε τέλος του 2012 543.881,66 €. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν εξειδικεύονται καθόλου τα παραγωγικά αυτού πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα   οι πωλήσεις ιχθυοτροφών (με αναφορά των ποσοτήτων,  της αξίας τους και το χρόνο που έλαβαν αυτές), που καταλογίστηκαν, κατόπιν της συμφωνίας των διαδίκων στο τίμημα της παρούσας πώλησης, χωρίς να είναι αρκετή η αναφορά σε ισάξιες πωλήσεις και στο υπόλοιπο που εμφάνιζε γενικά ο λογαριασμός της ενάγουσας το 2010 (572.111,38 € και το τέλος του 2012 (543.881,66 €), τα οποία ποσά δεν προκύπτει τί αντιπροσωπεύουν. Εκτός όμως αυτών ο ίδιος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα από τα ίδια αποδεικτικά μέσα  αποδείχθηκε ότι πράγματι οι διάδικοι περί τον Απρίλιο του 2010  ήρθαν σε αρχική συμφωνία, η καταβολή του τιμήματος του από 10.2.2006 συμφωνητικού να γίνει με πωλήσεις ιχθυοτρόφων της εναγόμενής προς την ενάγουσα και επιστροφή επιταγών στην ενάγουσα που της είχαν δοθεί χάριν καταβολής ομοίως για αγορά ιχθυοτροφών. Για την υλοποίηση της συμφωνίας αυτής η ενάγουσα συνέταξε τις από 12.4.2010 και 22.4.2010 επιστολές της προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος  με τις οποίες ζήτησε να απαλλαγεί  η εναγόμενη από τις υποχρεώσεις της, που απέρρεαν από  τις συμβάσεις  σωρευτικής  αναδοχής χρέους που είχε συνάψει με την τελευταία για τα δάνεια των εταιριών ….. ΕΠΕ (επίδικο) και …… ΕΠΕ. Μάλιστα έλαβε πρόσθετη χρηματοδότηση με συνυπολογισμό και των οφειλών αυτών. Όμως το αίτημα αυτό ολικής απαλλαγής της εναγόμενης, δεν έγινε αποδεκτό από την  άνω Τράπεζα, με συνέπεια να μην μεταβληθεί (με νεότερο έγγραφο  συμφωνητικό)  η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει τις δόσεις του τιμήματος υπό μορφή δόσεων του δανείου. Σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως, του αν εν τοις πράγμασι η συμφωνία αυτή  λειτούργησε για ένα διάστημα, δεν προκύπτει ότι η εναγόμενη πώλησε  συγκεκριμένες ποσότητες ιχθυοτροφών, που καταλογίστηκαν στο τίμημα της επίδικης πωλήσεως. Η εναγόμενη προσκομίζει εκτυπώσεις  από τις ενοποιημένες καρτέλες των εταιριών «…..»,  ……… ΕΠΕ, από  τις οποίες προκύπτει   (όπως επικαλείται) υπόλοιπο 543.881,66 € την 1.12.2012 (προφανώς χρεωστικό σε βάρος της ενάγουσας).  Όμως ιδίως στις  τελευταίες στήλες  δεν  γίνεται καμία αναφορά τί αντιπροσωπεύουν (δηλαδή πωλήσεις – αγορές και ποιών προϊόντων, ώστε να προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο) και δεν προσκομίζει  η εναγόμενη κανένα άλλο παραστατικό (τιμολόγιο πωλήσεως – δελτίο αποστολής) για πωλήσεις ή αποστολές  προϊόντων της, το επίδικο χρονικό διάστημα. Και σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει το υπόλοιπο που είχε ο άνω λογαριασμός την 7.12.2014,  όταν η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησής της. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη απαντώντας στην από 7.12.2014  εξώδικη δήλωση της ενάγουσας  επικαλέσθηκε τη συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού, χωρίς όμως να προσδιορίσει το ακριβές ύψος  των  πωληθέντων. Η από  2.5.2014  υπεύθυνη  δήλωση  της ενάγουσας προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά ότι έχει εξοφληθεί το σκάφος «Κ» δεν είναι κρίσιμη, καθώς η αξία του σκάφους αυτού περιλαμβάνεται στην αξία των ήδη καταληφθέντων, ενώ ζήτημα της παρούσας δίκης δεν αποτελεί η απόδοση αυτού (δηλαδή ότι δεν θα έπρεπε να ζητηθεί η απόδοσή του με τον λοιπό εξοπλισμό λόγω της υπαναχώρησης από τη σύμβαση).  Η εναγόμενη περαιτέρω  προσκομίζει επιταγές που οπισθογράφησε η ενάγουσα (εκδόσεως της εταιρίας ………»)   ύψους 115.000 €,  που έχουν σφραγισθεί, για τις οποίες  όμως δεν προκύπτει αν έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής. Εκτός τούτων οι διάδικοι είχαν και άλλες συναλλαγές,  καθώς η ενάγουσα  δυνάμει του από 1.10.2010 συμφωνητικού είχε υπεκμισθώσει στην εναγόμενη αγροτεμάχιο  4 στρεμμάτων κείμενο στο Άργος με  συσκευαστηρίου τσιπούρας αντί μηνιαίου  μισθώματος 8.500. €. Την  οφειλή των μισθωμάτων από την αρχή της μίσθωσης  έως τον Αύγουστο του 2014  συμψήφισε από μόνη της η ενάγουσα με πωλήσεις προϊόντων της εναγόμενης (ιχθύων ιχθυελαίου, ιχθυοτροφών κτλ) ύψους 551.955 €, του διαστήματος από 26-1-2010 έως 9-12-2015,όπως αυτά παρατίθενται  αναλυτικά στην από 18.3.2016 και με αρ. καταθ. …..2016 αγωγή της και ζήτησε  την αναγνώριση του υπολοίπου των μισθωμάτων ποσού  185.843 € (αφού παραιτήθηκε από το καταψηφιστικό αίτημα). Στη δίκη επί της αγωγής αυτής  που έγινε δεκτή με την με αρ. 511/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που επικυρώθηκε με την με αρ. 84/2019  του Εφετείου Ναυπλίου η εναγόμενη προέβαλε ομοίως ένσταση εξόφλησης των οφειλόμενων μισθωμάτων με συμβατικό συμψηφισμό, που απορρίφθηκε ως αόριστη με τις άνω αποφάσεις. Έπεται ότι  συμβατικός ή μονομερής συμψηφισμός δεν μπορεί να γίνει δύο φορές, τόσο έναντι του τιμήματος της επίδικης πώλησης, όσο και των μισθωμάτων. Κατόπιν αυτών  και αφού δεν αποδείχθηκε αφενός ότι η συμφωνία συμβατικού  συμψηφισμού λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων  για την αποπληρωμή του τιμήματος και αφετέρου το ακριβές ύψος  των προϊόντων της εναγόμενης που σε εκτέλεση αυτής  καταλογίστηκαν  στο τίμημα της επίδικης πώλησης,  αυτή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας ορθά τις αποδείξεις απέρριψε την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ένσταση αυτή απορρίπτεται από το παρόν Δικαστήριο προεχόντως ως αόριστη, με αιτιολογία που επιτρεπτώς συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθώς το δεδικασμένο επί της καταχρηστικής ένστασης εξόφλησης με την απόρριψη αυτής ως αόριστης δεν είναι διάφορο, ούτε γίνεται υπέρβαση του μεταβιβαστικού  αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 829/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση ορθά απορρίφθηκε, όπως εκτέθηκε,  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη με αιτιολογία που παραδεκτά συμπληρώνεται με την  παρούσα απόφαση. Συνακόλουθα οι άνω λόγοι της έφεσης (πρώτος και τρίτος)  που αναφέρονται στην άνω ένσταση εξόφλησης με συμβατικό συμψηφισμό πρέπει  να απορριφθεί ως αβάσιμοι και μετά την απόρριψη αυτών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και άνευ αντικειμένου και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη ζητά την διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για  τη βασιμότητα της ένστασης εξόφλησης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 395 ΑΚ  το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβένηται αν δεν ασκηθεί εντός εύλογης προθεσμίας που έχει ταχθεί από τον άλλο. Η άνω διάταξη, για την περίπτωση  που δεν έχει προβλεφθεί από τη σύµβαση προθεσµία υπαναχώρησης, καθώς επίσης και στην περίπτωση της νόµιµης υπαναχώρησης, για την οποία δεν προβλέπεται από τον Νόµο προθεσµία άσκησής της δίνει στους συµβαλλόµενους το δικαίωµα να τάξουν στον αντισυµβαλλόµενό τους εύλογη προθεσµία προκειµένου να υπαναχωρήσει. Ο σκοπός του νόµου είναι η λήξη της αβεβαιότητας αναφορικά µε την εξέλιξη των πραγµάτων και την τύχη της συµβάσεως, το δε  εύλογο της προθεσµίας κρίνεται κατά περίπτωση από το ∆ικαστήριο µε βάση την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τα συγκεκριµένα δεδοµένα. Τέλος, είναι δυνατόν το δικαίωµα της υπαναχώρησης να εξασθενήσει και να αποδυναµωθεί λόγω παρόδου µεγάλου χρονικού διαστήµατος. Σε αυτήν την περίπτωση, η πάροδος του ικανού να επιφέρει την αποδυνάµωση του δικαιώµατος χρόνου και οιλοιπές προϋποθέσεις κρίνονται µε βάση την Α.Κ. 281. Πρέπει, πάντως, για την αποδυνάµωση του δικαιώµατος της υπαναχώρησης να έχει δηµιουργηθεί από τη µακρόχρονη αδράνεια του δικαιούχου η εντύπωση στον αντισυµβαλλόµενο του ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωµά του, µε αποτέλεσµα τυχόν άσκησή του να µπορεί θεωρηθεί καταχρηστική (Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλο άρθρο 395 αρ.2 και 10). Στην προκείμενη  περίπτωση   η εκκαλούσα παραπονείται με τον τέταρτο  λόγο της έφεσής της ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε το λόγο για τον οποίο η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης έγινε  μετά την πάροδο   5 ετών,  από τις προθεσμίες που προέβλεπε το  επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό  κι ενώ η τελευταία καταβολή έγινε στις 23-7-2009, που ήταν η κατάρτιση της συμφωνίας περί συμψηφισμού. Ότι αφού δεν ασκήθηκε το δικαίωμα της ενάγουσας εντός εύλογου χρόνου έχει αποσβεσθεί αυτό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 395 ΑΚ.  Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το μέρος που  επικαλείται την προβολή της ένστασης της διάταξης του άρθρου 395 ΑΚ  πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού η εκκαλούσα δεν είχε προβάλει αυτόν με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε επικαλείται την συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ (αρ.1 -6). Είναι όμως και μη νόμιμος, διότι  η εναγόμενη δεν ισχυρίζεται ότι είχε τάξει στην ενάγουσα εύλογη προθεσμία  για την άσκηση του δικαιώματός της, και άλλωστε η εναγόμενη αρνείται ότι συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όριο που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξη αυτού, ώστε η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν ο αντίδικος του δικαιούχου (εναγόμενος) αρνείται (αιτιολογημένα) την άσκηση του δικαιώματος προβάλλοντας περιστατικά που αποκλείουν την γέννηση ή συνεπάγονται την κατάλυσή του (Ολ. ΑΠ 17/95, ΝοΒ 44,410, ΑΠ 764/2001, ΑΠ 950/1989, ΕφΠειρ 369/2016, ΕφΠειρ 430/2016TNΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση  η εκκαλούσα στον έκτο λόγο της έφεσής επαναφέρει την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμά της παρόλο που η  απαίτησή αυτής  έχει ολοσχερώς εξοφληθεί και είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση σ΄αυτήν ότι δεν θα ασκήσει το  δικαίωμά της, καθώς συνέχιζε να αγοράζει  κανονικά εμπορεύματα από αυτήν. Η ένσταση αυτή όμως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς τα περιστατικά που επικαλείται η εναγόμενη – εκκαλούσα έχουν ως αφετηρία την  ένσταση εξοφλήσεως αυτής, δηλαδή ένσταση που καταλύει  το αγωγικό δικαίωμα, ενώ προϋπόθεση της ένστασης κατάχρησης δικαιώματος είναι η ύπαρξη και ευδοκίμηση του δικαιώματος αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη νόμιμη ορθά εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Kατά τη διάταξη του άρθρου 949 παρ.2 του ΚΠολΔ, αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της. Προϋπόθεση εφαρμογής της άνω διάταξης είναι  ότι η δήλωση βουλήσεως αποτελεί  παροχή οφειλόμενη δυνάμει αμφοτεροβαρούς σύμβασης, από την οποία απορρέει και αξίωση του οφειλέτη της δήλωσης να απαιτήσει ορισμένη αντιπαροχή (Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρο 949, αρ.93).  Στην  προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον δεύτερο λόγο των προσθέτων λόγων της έφεσής της ισχυρίζεται ότι   το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκανε δεκτή την αγωγή και καταδίκασε την εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως όφειλε να εξαρτήσει τις έννομες συνέπειες αυτής από την αντιπαροχή που προέβλεπε  ο όρος 2(β) του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, να αναλάβει η ενάγουσα εκ νέου την πληρωμή του δανείου της και η τυχόν δήλωση βουλήσεως της εναγόμενης να διαταχθεί υπό τον όρο της προηγούμενης αποπληρωμής του δανείου της ενάγουσας, αποδεσμεύοντας με τον τρόπο αυτό την εναγόμενη από οποιαδήποτε περαιτέρω καταβολή του δανείου αυτού.  Ο λόγος αυτός της έφεσης προσάπτει εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στην εκκαλούμενη απόφαση, αν όμως  θεωρηθεί ένσταση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ (του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος) προβάλλεται παραδεκτά  κατά τη διάταξη του άρθρου 527 αρ.6 ΚΠολΔ, αφού αποδεικνύεται εγγράφως, ήτοι το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, που επικαλείται η εκκαλούσα. Επί του λόγου αυτού από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής : Σύμφωνα με τον όρο 2 β του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, επί λέξει (αναφέρθηκε και σε προηγούμενη σκέψη) : «Η συμβατική υπαναχώρηση θα παράγει τα αποτελέσματά της εντός (5) ημερών από την υποβολή έγγραφης δήλωσης υπαναχώρησης. Αν εντός των 5 ημερών η αγοράστρια εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της…….. η υπαναχώρηση δεν θα παράγει τα αποτελέσματά της. Εάν η υπαναχώρηση παράγει τα αποτελέσματά της θα συνεπάγεται ολική αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει στην πωλήτρια την κατοχή και νομή του πωληθέντος εξοπλισμού εκδίδοντας τα σχετικά παραστατικά και με υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της προς την ΑΤΕ». … Επιπροσθέτως σε κάθε περίπτωση (ανεξαρτήτως εάν η πωλήτρια ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα υπαναχώρησης ή εάν απλώς ζητήσει την κατάπτωση της ανωτέρω υπό 2.γ ποινικής ρήτρας) εάν η αγοράστρια δεν εξοφλεί το τίμημα του εξοπλισμού με τον τρόπο που συμφωνείται ανωτέρω, …….. η αγοράστρια θα υποχρεούται αμελλητί, μετά από σχετική εξώδικη αίτηση δήλωση της πωλήτριας να υποβάλει αίτηση για την  μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της μονάδας ….». Όπως προκύπτει από τον άνω όρο η νόμιμη ασκηθείσα υπαναχώρηση καταλύει αναδρομικά τη σύμβαση πωλήσεως με υποχρέωση της αγοράστριας εναγόμενης να επιστρέψει τον εξοπλισμό και της πωλήτριας να αναλάβει  εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της προς την ΑΤΕ. Εξάλλου η ενάγουσα υπαναχώρησε,  όπως προεκτέθηκε  με την από 7.12.2014  εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 19.12.2014, ώστε  επέφερε τα αποτελέσματά της μετά 5 ημέρες ήτοι στις 24.12.2014.  Η δήλωση αυτή υπαναχώρησης, εφόσον δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί εξόφλησης του οφειλόμενου τιμήματος, επέφερε την αναδρομική  ανατροπή της σύμβασης πώλησης με υποχρέωση από την πλευρά  της  πρώτης εναγόμενης να επιστρέψει στην ενάγουσα την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά, καθώς και, μετά από τη σχετική εξώδικη αίτηση-δήλωση της ενάγουσας προς αυτήν, να υποβάλει αμελλητί αίτηση για την μεταβίβαση – διοικητική παραχώρηση των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της μονάδας στην ενάγουσα, που είχαν ήδη παραχωρηθεί σε αυτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3α της συμβάσεως. Με την άνω  υπαναχώρηση η εναγόμενη  απαλλάσσεται έναντι της ενάγουσας από την καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, η απαλλαγή  όμως αυτή δεν μπορεί να ισχύσει και έναντι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος,  αφού όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 474 ΑΚ η εναγόμενη δεν μπορεί να αντιτάξει έναντι αυτής ένσταση από τη  σχέση της με την ενάγουσα, με δεδομένο ότι η αναδοχή χρέους είναι αναιτιώδης,  παρά μόνο ένσταση που ενεργεί αντικειμενικά (π.χ. καταβολή, δόση ή υπόσχεση καταβολής, ανανέωση, συμψηφισμός, δημόσια κατάθεση). Εξάλλου,  με δεδομένο ότι η εναγόμενη είχε καταρτίσει με την ΑΤΕ σύμβαση σωρευτικής και όχι στερητικής αναδοχής χρέους, όπως προέβλεπε το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό,  η ενάγουσα εξακολούθησε να είναι συνυπόχρεη, με συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος της για μέρος του χρέους η προαναφερόμενη με αρ.  ……/2014 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.   Ο όρος του  2.3 του συμφωνητικού, που προέβλεπε σε περίπτωση υπαναχώρησης την ανάληψη εκ νέου της αποπληρωμής του δανείου από την ενάγουσα  είχε ως δεδομένο  ότι αρχικά η ενάγουσα είχε απαλλαγεί απολύτως, λόγω σύναψης στερητικής αναδοχής χρέους. Αφού τελικώς  καταρτίστηκε σωρευτική αναδοχή χρέους, χωρίς υπαιτιότητα της ενάγουσας  και  η τελευταία εξακολουθεί να βαρύνεται με την αποπληρωμή του δανείου/πίστωσης, ο όρος πληρούται, χωρίς να απαιτείται   δευτερογενώς,  προκειμένου να της επιστραφεί ο εξοπλισμός και να καταστεί φορέας εκ νέου της άδειας λειτουργίας της μονάδας/μίσθωσης του όρου να εξοφλήσει πλήρως το ποσό του δανείου, το οποίο δεν προέβλεπε το συμφωνητικό. Άλλωστε ούτε  η εναγόμενη είχε εξοφλήσει το σύνολο του τιμήματος, υπό μορφή δόσεων του δανείου, ώστε δεν είναι δυνατό  για την περίπτωση αναδρομικής ανατροπής της σύμβασης να απαιτείται από την ενάγουσα η  εξόφληση του συνόλου του δανείου(ανεξαρτήτως του ότι βέβαια το ποσό του τιμήματος που καταβλήθηκε δεν επιστρέφεται στην εναγόμενη ως ποινική ρήτρα). Δήλωση δε της ενάγουσας περί εξ ολοκλήρου ανάληψης του χρέους (για το οποίο ούτως ή άλλως βαρύνεται) και πλήρους απαλλαγής της εναγόμενης θα ήταν   χωρίς αντικείμενο, καθώς δεν είχε γίνει αυτή δεκτή και όταν αυτό ήταν πολύ σε ύψος μικρότερο, πριν εκδοθεί διαταγή πληρωμής σε βάρος αυτής. Είναι άξιο μνείας ότι και  σε βάρος της εναγόμενης έχει εκδοθεί  διαταγή πληρωμής, η με αρ. 1470/2016 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έχει υποχρεωθεί να καταβάλει στην αιτούσα ….. ΤΡΑΠΕΖΑ Της ΕΛΛΑΔΟΣ υπό ειδική εκκαθάριση, το ποσό των 570.000 €, από το οποίο ποσό 303.730,06 €  αφορά την με αρ. …./24.11.2000 σύμβαση πίστωσης, (59.675,20 € τόκοι υπερημερίας, 193.198,19€ συμβατικοί τόκοι και 50.856,67 € κεφάλαιο) και 266.961,78 € για την με αρ. …./24.11.2000 σύμβαση  πίστωσης (34.029,46 € τόκοι υπερημερίας, 151.292,40 € συμβατικοί τόκοι και ποσό 185.321,86 € σε κεφάλαιο).Αν και εφόσονκαταβάλει η εναγόμενη πέραν του ήδη καταβληθέντος τιμήματος και των τόκων υπερημερίας επ΄αυτού, έχει αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού έναντι της ενάγουσας (βλ. Κρητικός στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο άρθρο 474 αρ.2).  Κατόπιν αυτών  ο  άνω ισχυρισμός της εναγόμενης να καταδικασθεί σε δήλωση βουλήσεως αυτής, υπό τον όρο της προηγούμενης αποπληρωμής (εξόφλησης) του δανείου από την ενάγουσα,  δεν στηρίζεται στη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων και το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατ΄επέκταση και ο σχετικός λόγος της έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη σε δήλωσης βούλησης, υποβολή ιδιωτικού εγγράφου προς το τμήμα Γεωργικών εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία να ζητεί, συναινεί και συγκατατίθεται στη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα: α)  της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση του  κόλπου ………… Τροιζηνίας, όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, όπως αυτή ισχύει ή θα ισχύει κατά τη μεταβίβαση, β) της σύμβασης μίσθωσης για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας, όπως αυτή η μίσθωση αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ………./28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………., γ) επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Σε περίπτωση δε άρνησης αυτής να θεωρηθεί ότι η σχετική δήλωση έχει γίνει με την τελεσιδικία της απόφασης. Toπρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως με το περιεχόμενο που μόλις αναφέρθηκε, εφάρμοσε ορθά το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις.  Αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος της εκκαλούσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως με δεδομένη την ιδιαίτερη δυσχέρεια των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179, 183 και 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των  διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση  και τους πρόσθετους λόγους αυτής  και απορρίπτει αυτούς  κατ΄ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό πέντε χιλιάδων (5.000) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, από άλλη σύνθεση, λόγω αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα,  αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη του 2ου πολιτικού τμήματος, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, στις 9 Σεπτεμβρίου  2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ