ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Περίληψη
Κτηματολόγιο, έκτακτη χρησικτησία, νήσος Σαλαμίνα, ορισμένο ένστασης ιδίας κυριότητας Δημοσίου, απορρίπτει έφεση.
Αριθμός απόφασης :
126/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13-3-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 4432/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου όι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 22.11.2018 (βλ. την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20.12.2018 (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (άρθρο 28 § 4 του ν. 2579/1998, βλ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ 2019, άρθρο 495, αρ. 16, σελ. 1366).
Ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (από 2-6-2017 και με αρ. έκθ. κατάθεσης: ………/2017) ότι έχει καταστεί κύριος του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου, το οποίο εκτάσεως 217 τμ. κείμενο στην κτηματική περιφέρεια της Σαλαμίνας Αττικής, στη τοποθεσία «………., το οποίο απέκτησε το έτος 1979 με το αναφερόμενο σ΄αυτήν συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, χωρίς να επακολουθήσει η κατάρτιση οριστικού συμβολαίου κι έκτοτε νεμόταν και κατείχε ασκώντας τις αναφερόμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. ¨Ότι πριν από αυτόν ασκούσαν στο ίδιο αγροτεμάχιο τις προσδιοριζόμενες πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη οι δικαιοπάροχοί του από το έτος 1866. ¨Ότι το ακίνητο αυτό κατά την σύνταξη του εθνικού κτηματολογίου στο Δήμο Σαλαμίνας, έλαβε ΚΑΕΚ …………, και εμφανίζεται στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως «άγνωστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα αυτού και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 4432/2018 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής βάλλει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων. Σημειώνεται ότι η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, καθώς ως στηριζόμενη
Από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας στην αγωγή είναι η έκτακτη χρησικτησία κτότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 σε ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται στην κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (δηλαδή οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο ένδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο ο ενάγων και οι δικαιοπάροχοι του και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, από το έτος 1866 (γεωργικές καλλιέργειες κλπ), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής των ως άνω δικαιοπαρόχων του αυτών. Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Τα ταπιά ήταν τα χαρακτηριζόμενα από το άρθρ. 8 του οθΝπΓαιών/1858 και το άρθρ. 14 του Οθωμαν Ταπίων/1859 ως “δηλωτικά” (δηλαδή αποδεικτικά) της νόμιμης κτήσης του δικαιώματος “εξουσίασης” (tasarruf) επί των δημόσιων οθωμανικών, γαιών έγγραφα του αυτοκρατορικού κτηματολογίου. Η μορφή των ιδιοκτησιακών αυτών εγγράφων αναγνωρίστηκε από τον Οθωμανικών Γαιών του 1858 ως αποκλειστικός τύπος τίτλων που παρείχαν στους δικαιούχους αυτών το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της “εξουσίασης” -το οποίο, μολονότι δεν αναφερόταν ρητά, από τα εννοιολογικά του στοιχεία προέκυπτε ότι μπορούσε να θεωρηθεί εμπράγματης μορφής- επί των δημόσιων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές βοσκές, τα δάση (άρθρ. 3 του Οθωμαν Γαιών/1858). Σε αντίθεση με τα ταπιά, που ήταν αποδεικτικοί τίτλοι μεταβίβασης δικαιώματος “εξουσίασης” επί των δημόσιων οθωμανικών γαιών και δεν προσπόριζαν στον κάτοχό τους δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο χρήσης και κάρπωσης αυτών, τα “χοτζέτια”, ως μορφές ιδιοκτησιακών τίτλων, αποτελούσαν κυρίως τις επικυρωτικές ή αναγνωριστικές αποφάσεις των μουσουλμανικών ιεροδικείων, που συντάσσονταν ενώπιον του ιεροδίκη και μαρτύρων και αφορούσαν κυρίως σε αγοραπωλησίες αστικών συνήθως ακινήτων ή κτημάτων πλήρους ή τέλειας κυριότητας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11/9/1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝ Α.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Α.Π. 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973). Σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, ή λιβάδι όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 629/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015.705).
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκόμισε κι επικαλείται ο ενάγων, της με αριθμ. ………../9-6-2017 ένορκης βεβαίωσης, του μάρτυρα ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …… ……. και της με αρ. ……/7.8.2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια του ενάγοντος – εφεσίβλητου, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/6-6-2017 και ……../4.8.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών και Πειραιώς …….. και ……….. αντίστοιχα), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 224,20 τμ., και κατά την επιμέτρηση του Κτηματολογίου 245 τμ, που βρίσκεται στη θέση «……. ή ……..» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ …………., όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Φεβρουάριο του 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………… με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ, το οποίο συνορεύει βόρεια επί προσώπου ΑΒ μήκους 15,50 μ. με αγροτική οδό ……….. πλάτους 4,50 μ., νότια επί πλευράς ΕΔ μήκους 14,50 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……., ανατολικά επί πλευράς ΒΓΔ συνολικού μήκους 14,40 μ. με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ …….. και …….. και δυτικά επί πλευράς ΑΕ μήκους 15,65 μ. με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ……….. Ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός νομέας αυτού με το με’ αριθμ. ………./19-3-1979 προσύμφωνο πώλησης υπό διαλυτική αίρεση του τότε συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………….., από τους ………….. και ………….., χωρίς να υπογραφεί ποτέ το οριστικό συμβόλαιο, ενώ εξόφλησε κανονικά το τίμημα της πωλήσεως Οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος είχαν αποκτήσει τη νομή ευρύτερης έκτασης ( το ½ εξ αδιαιρέτου 8, 28 στρεμμάτων και επιπλέον 35 στρέμματα), στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο (βλ. και το από Οκτώβριο του 1974 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., προσαρτημένο στο με αρ. …../1976 συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου, με το οποίο έγινε διανομή της ευρύτερης έκτασης) με αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./6-7-1962 συμβολαίου αγοραπωλησίας του τότε συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……. (που μεταγράφηκε νόμιμα) από τον ………., ο δε τελευταίος είχε αποκτήσει την έκταση αυτή εν μέρει λόγω κληρονομιάς του θανόντος το 1906 πατρός του, ……….., και εν μέρει λόγω άτυπης διανομής με τους λοιπούς συγκληρονόμους, η οποία έγινε το έτος 1912. Τέλος, ο απώτερος δικαιοπάροχος …………… χρησιδέσποζε την έκταση από το έτος 1866 έχοντας συμπληρώσει νομή 40 ετών προ της 11ης-9-1915. Όλοι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος ενεργούσαν επί της ευρύτερης έκτασης πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου (καλλιέργεια, επίβλεψη, προστασία), και από το έτος 1979 στο επίδικο ακίνητο ο ενάγων, ο οποίος χρησιμοποιούσε αυτό ως πάρκιγκ για το αυτοκίνητό του, ως ενιαίο τμήμα της αυλής του γειτονικού ακινήτου, ιδιοκτησίας της συζύγου του, όπου είχε ανεγείρει την οικία του. Με βάση τα ανωτέρω είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας από τον ενάγοντα και τους δικαιοπαρόχους του στο επίδικο ακίνητο τόσο υπό τον ΑΚ όσο και κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι δε πράξεις νομής αυτών ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες από το έτος 1866. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενο, ότι η ευρύτερη έκταση με το επίδικο ακίνητο περιήλθε σ΄αυτό α) ως διάδοχο του Τουρκικού (Οθωμανικού κράτους) δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, άλλως ως εγκαταλελειμμένη κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (που ανήκε πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους την οποία κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας), β) άλλως, δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15-12-1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, γ) άλλως, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, ε) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτό κατά το με στοιχ. (αi) (ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου) σκέλος του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σ΄αυτό «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι» και κατά τα λοιπά σκέλη του είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι το εκκαλούν – εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά δηλαδή ποιος ήταν ο Οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας κι επιπλέον οι συγκεκριμένες πράξεις νομής που άσκησε στην ευρύτερη έκταση και ο νόμιμος τίτλος που είχε. Σημειώνεται ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου, θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, γιατί από την ύπαρξη μιας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου (ΑΠ 638/2016, ΑΠ 368/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε για την ίδια αιτία τον άνω ισχυρισμό του εκκαλούντος – εναγόμενου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ώστε ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται πλήρως ότι ο ενάγων είχε καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 13η-11-2006 (υπ’ αριθμ. 396/2/1-11-2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662/Β/13-11-2006). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, που έλαβε ΚΑΕΚ …………… με έκταση 245 τμ, καταχωρήθηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητος, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και κάνοντας δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα ως κύριο του επιδίκου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να φαίνεται ο ενάγων ως κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ορθά ερμήνευσε κι εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 1 Μαρτίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ