Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 23/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

23 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 311/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρίας ασκηθείσα από 15.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./27.12.2017) αγωγή του εκκαλούντος – ναυτικού, διώκοντος την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών αξιώσεών του, συνολικού ποσού 23.760,70 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από πλείονες συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν άτυπα με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του αναφερομένου στο δικόγραφο πλοίου, και σε εκτέλεση των οποίων προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του Α΄Μηχανοδηγού στο ανωτέρω πλοίο κατά τις επίσης διαλαμβανόμενες στην αγωγή χρονικές περιόδους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.6.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../20.6.2019), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 28.1.2019 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 20.6.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1, άρθρο ένατο παρ.2 του ιδίου νόμου), αλλά και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 28.1.2019, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον, και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Ο ενάγων, Έλληνας ναυτικός, με την από 15.12.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./27.12.2017) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι με τρεις (3) συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν άτυπα μεταξύ του ιδίου και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου, με την ονομασία «Κ.» (C.), στις 2.2.2016, στις 7.9.2016 και στις 22.3.2017, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε από τον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου αυθημερόν της σύναψης της κάθε σύμβασης, με την ειδικότητα του A΄Μηχανοδηγού, με τους αυτούς σε όλες τις συμβάσεις εργασιακούς όρους, και τις αποδοχές, που ειδικότερα προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των Πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2014 και 2016, και ανέρχονταν εν προκειμένω στο συνολικό ποσό των 2.827,54 ευρώ, και απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 2.2.2016 έως 6.9.2016, όταν και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», β) από 7.9.2016 έως 13.1.2017, όταν και αποναυτολογήθηκε λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου του πλοίου, και γ) από 22.3.2017 έως 31.7.2017, οπότε και η εργασιακή του σύμβαση λύθηκε με αμοιβαία συναίνεση του ιδίου και του πλοιάρχου, ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ναυτολογήσεών του στο συγκεκριμένο πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, κατ’εντολήν του Πλοιάρχου του, κατά μεν το πρώτο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, διότι πραγματοποιούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής και συντήρησης στο Πέραμα Αττικής, ενόψει της έναρξης των προγραμματισμένων ταξιδίων του, κατά δε το δεύτερο και το τρίτο χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, κατά τα οποία το πλοίο πραγματοποιούσε ημερήσιες θαλάσσιες κρουαζιέρες με αφετηρία, είτε το λιμένα του Πειραιώς, είτε τη Μαρίνα της Καλλιθέας Αττικής, όπου και επέστρεφε και κατέπλεε αυθημερόν, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο εκάστου πλου των λιμένων του Πόρου, της Ύδρας και της Αίγινας, πλην του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 13.1.2017, κατά το οποίο βρισκόταν σε ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής προς εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης, επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές επί 4 ώρες επιπλέον του προβλεπομένου στις εφαρμοστέες ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις ημερησίου ωραρίου εργασίας των 8 ωρών για όλους εν γένει τους ναυτικούς κάθε βαθμού και ειδικότητας, που εργάζονται σε πλοία αυτής της κατηγορίας, ενώ η 12ωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, καθώς και ότι διατηρεί σε βάρος της εναγομένης αξιώσεις λόγω της μη καταβολής σ’αυτόν α) του συνολικού ποσού των 3.472,74 ευρώ, που δικαιούται να λάβει ως το καθοριζόμενο από την ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση του έτους 2014 ημερήσιο αντίτιμο τροφής, για το χρονικό διάστημα από 2.2.2016 έως 6.9.2016 (ήτοι για 218 ημέρες), κατά το οποίο, όπως προεκτέθηκε, στο πλοίο διενεργούντο επισκευές, και δεν χορηγείτο στο πλήρωμά του από την αντίδικό του παρασκευασμένη τροφή, β) του ποσού των 1.225,27 ευρώ, το οποίο αφορά σε οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του, αναγόμενες στο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο από 1.1.2017 έως 13.1.2017, γ) του ποσού των 1.413,77 ευρώ, που του οφείλεται ως αποζημίωση απόλυσης, διότι στις 13.1.2017 αποναυτολογήθηκε και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση με την αιτιολογία «κλείσιμο ναυτολογίου», όπερ συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησής του, που δεν προκλήθηκε από δικό του παράπτωμα, και δ) του συνολικού ποσού των 17.648,92 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές, και αργίες των ως άνω χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, κατόπιν αφαίρεσης καθ’υποφοράν στο δικόγραφο του ήδη εισπραχθέντος από τον ίδιο για την αιτία αυτή συνολικού ποσού, σύμφωνα με τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα δι’έκαστο των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, κυρίως μεν με βάση τις εργασιακές του συμβάσεις, άλλως επικουρικώς τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, το συνολικό ποσό των προεκτεθεισών χρηματικών απαιτήσεών του, ανερχόμενο σε 23.760,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας κατά σειράν εργασιακής του σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 31.7.2017, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.311/2019 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αυτή στο σύνολό της, εν μέρει ως νόμω αβάσιμη και εν μέρει ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Ειδικότερα απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, όσον αφορά τα αιτήματα περί καταβολής στον ενάγοντα του συνολικού ποσού του ημερησίου αντιτίμου τροφής και της οφειλομένης αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 2.9.2016 έως 6.9.2016, διότι έγινε δεκτό ότι η μεταξύ αυτού και της εναγομένης καταρτισθείσα σύμβαση για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, καθώς τελούσε υπό επισκευή, έχει το χαρακτήρα σύμβασης, όχι ναυτικής, αλλά χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, και όχι του ναυτεργατικού δικαίου, άρα ούτε οι διατάξεις του ΚΙΝΔ, ούτε οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας, ενώ απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη ως προς την κατά δικονομική επικουρικότητα σωρευόμενη στο δικόγραφο βάση, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η αγωγική απαίτηση, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον κρίθηκε ότι η εν λόγω αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και ασκείται μόνον εάν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, ενώ εν προκειμένω ο ενάγων, ο οποίος στηρίζει την αγωγή του κατά την κριθείσα ως νόμιμη κύρια βάση της σε ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης (από τις μεταξύ τους άτυπα καταρτισθείσες συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου) δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά διαφορετικά προς στοιχειοθέτηση κατά νόμο της ως άνω επικουρικά προβαλλόμενης βάσης της αγωγής του, και, επιπροσθέτως και σε κάθε περίπτωση, διότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε τέτοιας απαίτησης είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, με αποτέλεσμα όπου τέτοια ελαττωματικότητα δεν υφίσταται, διότι η αιτία της μετακίνησης ούτε ανύπαρκτη είναι, ούτε πάσχει, να μη στοιχειοθετείται απαίτηση αδικαιολογήτου πλουτισμού, ο ενάγων στην κρινόμενη περίπτωση εκθέτει στο αγωγικό δικόγραφο ότι για την επικαλούμενη περιουσιακή μετακίνηση υφίσταται ορισμένη αιτία (οι με την εναγομένη καταρτισθείσες συμβάσεις). Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, έκρινε ότι στον ενάγοντα δεν οφείλεται το αιτούμενο ως μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του ως ναυτικός στο πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 13.1.2017 ποσό των 1.225,27 ευρώ, διότι έχει ήδη εισπράξει για την αιτία αυτή από την αντίδικό του το ποσό των 1.500 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη απόδειξη πληρωμής του για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, με αποτέλεσμα ουδέν να δικαιούται, δεχθέν και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας την με το περιεχόμενο αυτό προβληθείσα ένσταση της εναγομένης, ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από 7.9.2016 έως 31.12.2016 και από 22.3.2017 έως 31.7.2017 ήταν δέκα (10) ώρες, για τις οποίες δικαιούται αμοιβής υπερωριακής εργασίας, και συγκεκριμένα για 342 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (171 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες υπερωρίας την ημέρα) και για 396 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες (37 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες υπερωρίας κάθε ημέρα), και συνολικά ότι δικαιούται να λάβει το ποσό των 7.106,18 ευρώ, πλην όμως ότι έχει ήδη εισπράξει για την αιτία αυτή από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 7.708,94 ευρώ, όπως ο ίδιος αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται, κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης της υποβληθείσης από την εναγόμενη σχετικής ένστασης εξόφλησης, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 13.1.2017, κατά το οποίο στο πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής και συντήρησης στο Πέραμα Αττικής δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, ήτοι πέραν του οκταώρου κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ούτε κατά τα Σάββατα και τις αργίες, και, συνεπώς, δε δικαιούται αμοιβής για παροχή τέτοιου είδους εργασίας, και τέλος, ότι δε δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης εξαιτίας της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του στις 13.1.2017, με αιτιολογία αναγραφείσα στο ναυτικό του φυλλάδιο «κλείσιμο ναυτολογίου», καθώς, δεδομένου ότι επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο στις 22.3.2017, η συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση απόλυσης λόγω παροπλισμού του πλοίου, που διήρκεσε πέραν των 15 ημερών, ήτοι δε μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει εν προκειμένω δυνατότητα εφαρμογής των γενικών διατάξεων των άρθρων 69, 75 και 77 του ΚΙΝΔ, αφού επακολούθησε επαναπρόσληψη του ενάγοντος. Κατόπιν τούτου, απορριφθείσης της αγωγής ως προς τα ανωτέρω κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμης, απορρίφθηκε αυτή καθ’ολοκληρίαν, και συμψηφίσθηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθεισών διατάξεων ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη από 18.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./20.6.2019 και ………./24.6.2019) έφεσή του, ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απορριπτική επί της αγωγής του κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, υποβάλλοντας αίτημα καθολικής εξαφάνισης της προσβαλλομένης απόφασης, με σκοπό την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την παραδοχή της αγωγής του, με την επισήμανση ότι το μη πληττόμενο με λόγο έφεσης κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στην οποία επιχειρήθηκε να στηριχθούν επικουρικά οι συμβατικές αξιώσεις του εκκαλούντος δεν μεταβιβάσθηκε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και η πρωτοβάθμια επ’ αυτού απορριπτική κρίση έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 802/2005 ΕΕΔ 2006/349 = Δνη 2005/1695, ΜονΕφΠειρ. 444/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Σταματόπουλος, Ειδικά ζητήματα εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

Οι νομικοί κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις των ναυτικών είναι ειδικοί και για το λόγο αυτό επικρατούν απέναντι στους σχετικά γενικότερους ειδικούς κανόνες του εργατικού δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται στις σχέσεις ναυτικής εργασίας συμπληρωματικώς και επικουρικώς, δηλαδή μόνον για την κάλυψη των κενών του ναυτεργατικού δικαίου (Ι. Καποδίστριας, σε ΕρμΑΚ, εισαγ. στα άρθρα 648 – 680, αρ. 59, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, αριθμ. 131, σελ. 143). Κατά δε τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 1, 37 επομ. και 53 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεστεί και στην ξηρά. Η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να διατηρείται η ναυτική αποστολή του πλοίου (ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ 147/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού χωρίς αυτήν δε νοείται πλήρωμα ούτε ναυτικός (ΕφΠειρ. 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Α. Κιάντου – Παμπούκη, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΠειρ. 460/1999, σε ΕπισκΕΔ 2000/168 επομ.). Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτική ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο για οποιονδήποτε λόγο παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει τούτο ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17, ΑΠ 1252/2002, Δνη 2002/1662 = ΔΕΕ 2003/559 = ΕΝαυτΔ 2003/368 = ΝοΒ 2003/1019 = ΕΕΔ 2004/431 = Ε7 2006/1857, ΑΠ 179/2000, ΕΝαυτΔ 2001/44 = Δνη 2000/733 = ΔΕΝ 2001/226 = ΕΕΔ 2001/420 = ΕΝαυτΔ 2001/44 = Ν0Β 2001/258 = Ε7 2006/1860 = ΕΕΝ 2001/570, ΑΠ 11/1999, ΕΝαυτΔ 1999/276 = ΕΑΕΔ 1999/949 = ΕΕΔ 2000/255, ΑΠ 1089/1998, Δνη 1999/329, ΑΠ 792/1998, Δνη 1999/620 = ΔΕΕ 1998/1252 = ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕμπΔ 1999/108 = ΕΝαυτΔ 1998/376 = ΝοΒ 1999/1566, ΕφΠειρ. 289/2011, ΕΝαυτΔ 2012/26, ΕφΠειρ. 371/2010, ΕΝαυτΔ 2011/110, ΕφΠειρ. 973/2005, ΕΝαυτΔ 2005/432, ΕφΠειρ. 856/2005, ΠειρΝομ 2006/81, ΕφΠειρ 537/2004, ΔΕΕ 2005/608, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Α, 2003, σελ. 185). Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας. Όταν, όμως, αντιθέτως η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή ή συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμά του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες του, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 365/2005, ΕΝαυτΔ 2005/81 = ΔΕΕ 2005/1087, ΑΠ 1643/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007/978, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = Δνη 2013/1651). Με βάση τα ανωτέρω δε θεωρείται ναυτική αλλά χερσαία η εργασία που παρέχει το πρόσωπο που αναλαμβάνει με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή τη φύλαξη ή τη συντήρηση παροπλισμένου πλοίου (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007/978, ΑΠ 271/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2004 ΧρΙΔ 2004/440 = Ε7 2006/1682, ΑΠ 904/1987 ΕΝαυτΔ 1987/445 = ΝοΒ 36/1218, ΕφΠειρ. 929/2001 ΠειρΝομ 2002/36 = ΕΝαυτΔ 2002/15, όπου και παρατηρήσεις Αθ. Μαρκάκη, ΕφΑθ 3630/1988, ΑρχΝ 1988/726, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 53, αρ. 4.2.1., σελ. 300, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 120 και 122, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 2, σελ. 6, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [457]). Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό απασχολούταν προηγουμένως στο πλοίο ως ναυτικός και ανέλαβε τη φύλαξή του μετά τον παροπλισμό του, εφόσον από το χρονικό εκείνο σημείο και εφεξής δεν υπάρχει πλήρωμα ούτε ναυτική αποστολή του πλοίου (ΑΠ 1400/1986 ΕΕΔ 1987.634, ΑΠ 224/1975 ΕΕΔ 1975.809, ΕφΠειρ. 361/1998, αδημ., Β. Σαξώνης, Η διάκριση της ναυτικής από τη χερσαία εργασία κατά την απασχόληση σε πλοίο, σε ΝαυτΔνη 1/5 επομ.[11]). Πλέον ειδικότερα κατά τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 του ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) η ιδιότητα του ναυτικού, που αναγκαία είναι για την ύπαρξη σύμβασης ναυτολόγησης, προϋποθέτει την προσφορά υπηρεσίας εκ μέρους αυτού στο πλοίο ως μέλους του πληρώματος του, με την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξή του σ’αυτό με οποιοδήποτε βαθμό και ειδικότητα αμέσως ή εμμέσως για τον πλου. Πιο συγκεκριμένα το ως άνω πρόσωπο για να είναι ναυτικός με την έννοια των διατάξεων των ως άνω άρθρων του ΚΙΝΔ, ώστε να ρυθμίζονται οι σχέσεις του από το ναυτεργατικό δίκαιο, πρέπει να ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο κατά τον πλου, δηλαδή να ανήκει στην οργανική ενότητα των εργαζομένων στο πλοίο με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής αυτού, που είναι οι πλόες του. Γι’αυτό ο ναυτικός στη σύμβαση της ναυτολόγησης νοείται με την στενή έννοια του όρου, είναι δηλαδή το πρόσωπο του πλοίου, παρέχει σ’αυτό τις υπηρεσίες του και αντιμετωπίζει τους ίδιους θαλάσσιους κινδύνους που συνεπάγεται η εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του. Δεν συγκαταλέγονται συνεπώς στα μέλη του πληρώματος και δε συνδέονται με σύμβαση ναυτικής εργασίας όσοι γενικώς παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πλοίο που βρίσκεται στο ναυπηγείο ή παραμένει αργό στο λιμάνι, επειδή σ’αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει ναυτική αποστολή και χωρίς ναυτική αποστολή δεν υπάρχει ούτε πλήρωμα, ούτε ναυτικός συνεπώς με την ως άνω στενή έννοια. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο η σύμβαση εργασίας των ως άνω προσώπων δεν αποτελεί σύμβαση ναυτολόγησης, αλλ’αντιθέτως είναι σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι αυτές: α) των άρθρων 53 επ. έως 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών πληρώματος του πλοίου και β) του συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (βλ. σχετ. (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007.978, ΑΠ 1643/2003, ΑΠ 1252/2002, ΑΠ 904/1987 ΕΝΔ 15 σελ. 445, ΕφΠειρ 456/2015, ΕφΠειρ 446/2009 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝαυτΔ 2008/106). Παρέπεται ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι «πλήρωμα» είναι το σύνολο των προσώπων (ναυτικών) που είναι ναυτολογημένο σε ορισμένο πλοίο, στην έννοια δε αυτού περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στο πλοίο και είναι οργανικά ταγμένα για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που προσφέρουν και από την εγγραφή ή όχι αυτών στο ναυτολόγιο ή την ασφάλισή τους στο NAT. Ειδικότερα, προκειμένου τα παραπάνω πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνεται και ο πλοίαρχος, να θεωρηθούν ως ναυτικοί, με την έννοια ότι εμπίπτουν στον όρο «πλήρωμα», θα πρέπει να έχουν ναυτολογηθεί σε ορισμένο πλοίο και συνακόλουθα να αποτελούν μέλη συγκροτημένου πληρώματος, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους για τις ανάγκες του πλοίου και έχουν υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες αυτού (ΕφΠειρ 344/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2011.113). Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή κατά την εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής (ΑΠ 365/2005 ΕλΔ 2006.1663, ΕφΠειρ 371/2010 ΕΝΔ 2011.110, ΕφΠειρ. 30/2008 ΕΝΔ 2008.106), αδιαφόρως του είδους της παρεχόμενης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία, ως και της εγγραφής ή μη αυτών στο ναυτολόγιο του πλοίου ή της ασφάλισης ή μη στο NAT ή στο ΙΚΑ (ΑΠ 12/1985 ΕΝΔ 1986.74 ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005.432, ΕφΠειρ.30/2008 ο.π., ΕφΠειρ 267/99 ΕΝΔ 1999.86, ΕφΠειρ 294/99 ΕΝΔ 1999.25), αυτή δε είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάσθηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο (ΕφΠειρ 345/2002 ΕΝΔ 2002.6). Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν, όμως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007. 978, ΑΠ 1643/2003, ΑΠ 1252/2002, δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Ο νομικός χαρακτηρισμός, εξάλλου, της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης ως ναυτικής ή ως χερσαίας εργασίας, στην οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών, έστω και αν είναι διαφορετική από εκείνη του ενάγοντος (ΑΠ 862/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2001 Δνη 2001/681, ΑΠ 1129/2000, Δνη 2001/1330, ΕφΠειρ. 446/2009 ΕΝαυτΔ 2009/281, ΕφΠειρ. 869/2007 ΕΝαυτΔ 2007/387 = Δ 2007/747, ΕφΠατρ. 330/2006 ΑχΝομ. 2007/322, ΕφΑθ. 6686/2004, ΝοΒ 53/104 = Δνη 2005/230, ΕφΑθ 5415/2003 Δνη. 2004/432, ΜονΕφΠειρ. 456/2015, ΜονΕφΠειρ. 743/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδαφ. β΄του ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης κατά το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδαφ. α΄του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Ο τρόπος λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, αφού ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ. 2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού. Η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 του ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 346/2011 ΕΝΔ 2011.271, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 ΑΚ συνάγεται ότι, ο εναγόμενος οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’αντένσταση, να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν’αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ` επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό, το αργότερο κατά τον χρόνο της καταβολής, του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους βάσει της διάταξης του άρθρου 422 ΑΚ (ΑΠ 580/2019, ΑΠ 836/2019, ΑΠ 1221/2017, ΑΠ 1093/2017, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ……… …., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, απομαγνητοφωνηθείσα, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων, και ήδη εκκαλών, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου …………, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα στις 2.2.2016, στο Πέραμα Αττικής, με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ναυτικής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του επιβατηγού – τουριστικού πλοίου (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου με την ονομασία «Κ.» (C.), αριθμού νηολογίου β΄κλάσης Πειραιώς …., κ.ο.χ. 883,01 και κ.κ.χ. 514,54, προσλήφθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α΄, και απασχολήθηκε έκτοτε σ’αυτό, παρέχοντας τις υπηρεσίες του και ασκώντας τα καθήκοντά του, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος της μηχανής του πλοίου, υπό τις οδηγίες, τις διαταγές και τον έλεγχο του Α΄μηχανικού, της σύμβασής του λυθείσης με την απόλυσή του, που έλαβε χώρα στις 6.9.2016 επίσης στο Πέραμα, όπως αμφότερες πρόσληψη και απόλυση ανεγράφησαν και στο ναυτικό του φυλλάδιο. Το εν λόγω πλοίο κατά την πρόσληψη του ενάγοντος σ’αυτό, αλλά και καθόλο το ως άνω χρονικό διάστημα, που διήρκησε η εργασιακή του σύμβαση, δεν πραγματοποιούσε πλόες, διότι εκτελούντο επ’αυτού εργασίες επισκευής και συντήρησης στο Πέραμα Αττικής, αρχικά στο ναυπηγείο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………”, και ακολούθως στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, όπου και παρέμενε προς το σκοπό αυτό ασφαλώς προσδεδεμένο, από τα μέλη των προσληφθέντων από την εναγόμενη εργατοτεχνικών συνεργείων, ώστε μετά το πέρας των εργασιών, που απαιτούντο, να είναι έτοιμο για να επαναρχίσει τους προγραμματισμένους πλόες του. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα είχαν προσληφθεί από την εναγόμενη και εργάζονταν, παράλληλα με τα μέλη των συνεργείων, στο ίδιο πλοίο, στο οποίο δεν τηρείτο ναυτολόγιο λόγω του παροπλισμού του για τη διενέργεια των συγκεκριμένων εργασιών, ως το απολύτως απαραίτητο συγκροτημένο πλήρωμά του, με επαρκή οργανική σύνθεση, και δη την απαιτούμενη για τη λειτουργία του ενόψει της προαναφερθείσας κατάστασής του, πέραν του ενάγοντος, ενίοτε άλλοι έξι, ως επί το πλείστον όμως άλλοι επτά ναυτικοί, διαφόρων ναυτικών ειδικοτήτων (ανθυποπλοίαρχος, Α΄μηχανικός, ναύκληρος, μηχανοδηγός  Β΄, ναύτης, Γ΄μηχανικός), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη και θεωρημένες από την αρμόδια λιμενική αρχή μηνιαίες καταστάσεις (πλην του μηνός Απριλίου του έτους 2016), στις οποίες έχουν καταχωρισθεί τα ονόματα των εν λόγω ναυτικών, καθώς και η ειδικότητα και ο χρόνος υπηρεσίας ενός εκάστου στο πλοίο κατά τον αντίστοιχο μήνα του διαστήματος αυτού, οι οποίοι, του ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου, ασκούσαν κανονικά τα καθήκοντα της ειδικότητάς τους, όπως βέβαια αυτά είχαν τροποποιηθεί και διαμορφωθεί μετά την, κατά τα ανωτέρω, προσωρινή ακινητοποίηση του πλοίου για το λόγο που επίσης προεκτέθηκε. Οι διάδικοι ομονοούν ως προς τη μεταξύ τους κατάρτιση σύμβασης με αντικείμενο την παροχή εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης με την προαναφερθείσα ειδικότητα, καθώς και ως προς το χρόνο, που διήρκησε η σύμβαση αυτή, αλλά και καταρχήν ως προς την παροχή της εργασίας του στο πλοίο αυτό κατά το ως άνω διάστημα (αν και η εναγόμενη αρνείται την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, καθώς και την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του διαστήματος αυτού) ερίζουν όμως αναφορικά με το χαρακτήρα της σύμβασης, διότι ο ενάγων ισχυρίζεται ότι πρόκειται περί σύμβασης ναυτικής εργασίας, στην οποία θεμελιώνει τις αγωγικές αξιώσεις του σε βάρος της εναγομένης για την καταβολή αντιτίμου τροφής και πρόσθετης αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του, με την επίκληση εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση της τότε ισχύσασας Συλλογικής Σύμβασης (του έτους 2014) για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που προβλέπει αυτές τις αξιώσεις των ναυτικών, ενώ η εναγόμενη αντιτείνει, προς απόκρουση της βασιμότητας των ως άνω αξιώσεων, ότι πρόκειται στην πραγματικότητα περί σύμβασης παροχής χερσαίας εργασίας, αφού ο ενάγων απασχολήθηκε σε παροπλισμένο πλοίο, που τελούσε υπό επισκευή, άνευ ναυτολογίου και συγκροτημένου πληρώματος, στην οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, και όχι του ναυτεργατικού δικαίου, και άρα ούτε και οι οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας, όπερ έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε συνακόλουθα την αγωγή σε σχέση με τα εν λόγω κονδύλια ως νόμω αβάσιμη, και όχι ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως θα έδει, εφόσον υπεισήλθε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί του αμφισβητουμένου αυτού ζητήματος στην ουσία της υπόθεσης και στην εκτίμηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Το παρόν Δικαστήριο, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, καταλήγει στην κρίση ότι η ένδικη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, ήταν εξαρχής σύμβαση ναυτικής εργασίας, με την οποία ο ενάγων, έχοντας προσληφθεί από την εναγόμενη ως ναυτικός υπό τη στενή έννοια του όρου, όπως αυτή εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είχε αναλάβει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου της ανωτέρω, υπό την έννοια της οργανικής ενότητας των εργαζομένων στο πλοίο αυτό για τον πλου του, και να προσφέρει τις υπηρεσίες του για τις ανάγκες του πλοίου κατά τον πλου στην εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους θαλάσσιους κινδύνους, που η εκπλήρωση της αποστολής αυτής εκ των πραγμάτων συνεπάγεται, χωρίς ο προαναφερθείς χαρακτήρας της εργασιακής του σύμβασης να αναιρείται από το γεγονός ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, διότι παρέμενε προσωρινά παροπλισμένο και αργό στο Πέραμα Αττικής προς διενέργεια συγκεκριμένων εργασιών επισκευής και συντήρησης έως το πέρας των εργασιών αυτών, και χωρίς εκ του ιδίου λόγου οι στο πλοίο προσληφθέντες και υπηρετούντες ναυτικοί να χάσουν την ιδιότητά τους αυτή. Ειδικότερα, η εν λόγω σύμβαση δεν απέβαλε το χαρακτήρα της ως σύμβασης ναυτικής εργασίας, όπως εξαρχής καταρτίσθηκε άτυπα, ούτε μεταλλάχθηκε σε σύμβαση χερσαίας εργασίας κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο και προσδεδεμένο για συντήρηση και επισκευές, προκειμένου να συνεχίσει μετά το πέρας αυτών τους πλόες του, και κατά το οποίο ο ενάγων, μαζί με τους λοιπούς ναυτικούς, που απάρτιζαν το ελάχιστο απαιτούμενο για προσωρινά ακινητοποιημένο προς επισκευή πλοίο συγκροτημένο πλήρωμά του, εργαζόταν σ’αυτό ως μέλος του εν λόγω πληρώματος, ασκώντας τα ανωτέρω καθήκοντά του, καθ’όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, και ευρίσκετο σε ετοιμότητα, ούτως ώστε, μετά το πέρας των εργασιών, να συμμετάσχει στους πλόες του, την εκτέλεση των οποίων ανέμενε, αγνοώντας το χρόνο της ολοκλήρωσής τους, σύμφωνα με τη σχετική υποχρέωση, την οποία είχε αναλάβει με βάση την ένδικη σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια, και δεν αποδείχθηκε ότι αυτός είχε προσληφθεί από την ανωτέρω εταιρεία για να απασχοληθεί σε παροπλισμένο πλοίο, ειδικά και αποκλειστικά για όσο χρόνο θα ήταν αυτό προσδεδεμένο για επισκευές και συντήρηση, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν συνάγεται κάτι τέτοιο, τοιαύτη παραδοχή μάλιστα αναιρείται εκ του ότι η απόλυσή του στις 6.9.2016, η οποία ουδόλως αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε δικό του παράπτωμα, αλλά προφανώς αποτελεί απόφαση της εναγομένης, δε συμπίπτει με το πέρας των εργασιών, που διενεργούντο στο πλοίο, ως οπωσδήποτε θα συνέβαινε εάν η συμφωνία τους προέβλεπε πρόσληψή του για το διάστημα των επισκευών και μόνον, καθώς οι εργασίες αυτές συνεχίσθηκαν και μετά την ως άνω ημερομηνία και μέχρι τις 19.10.2016 – μάλιστα από τις 30.9.2016 πραγματοποιούντο στα ναυπηγεία «………….» επίσης στο Πέραμα Αττικής, όπου το πλοίο παρέμενε πλαγιοδετημένο με ασφαλή θέση – ενώ από τις 20.10.2016, όταν και ολοκληρώθηκαν, εκδόθηκε ναυτολόγιο και ναυτολογήθηκαν και έτεροι ναυτικοί για τις ανάγκες της λειτουργίας του, άρχισε αυτό να εκτελεί κανονικά δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς – Αίγινα –  Πόρος – Ύδρα – Πειραιάς, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα από το ημερολόγιο γέφυρας αυτού της αντίστοιχης χρονικής περιόδου, και αφού ο ενάγων ήδη από τις 7.9.2016, επομένη της απόλυσής του, είχε ναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο με την αυτή ειδικότητα, σύμφωνα με τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, δυνάμει άτυπα καταρτισθείσας με την εναγόμενη σύμβασης αορίστου χρόνου, ο χαρακτήρας της οποίας ως σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ουδόλως αμφισβητήθηκε από την ανωτέρω. Αντίθετα, όπως κατατέθηκε από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυρα του ενάγοντος ……….., ο οποίος κατά την επίμαχη χρονική περίοδο είχε προσληφθεί από την εναγόμενη και εργαζόταν στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, και υπό τις οδηγίες του οποίου απασχολείτο ο ενάγων στη μηχανή του πλοίου, ως κατώτερο πλήρωμα αυτής, η συμφωνία τους με την ανωτέρω εταιρεία κατά την πρόσληψή τους ήταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πλοίο, όχι μόνον κατά την περίοδο των επισκευών του, παράλληλα με τα εργατοτεχνικά συνεργεία, αλλά να εξακολουθήσουν να εργάζονται σ’αυτό με την ίδια ειδικότητα και στη συνέχεια, όταν δηλαδή οι εργασίες θα αποπερατώνονταν και το πλοίο θα άρχιζε να εκτελεί τους προγραμματισμένους πλόες του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί της φύσης της ένδικης σύμβασης του ενάγοντος ως σύμβασης ναυτικής εργασίας, και όχι χερσαίας, δεν αναιρείται από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη από 1.4.2016 έγγραφο, που τιτλοφορείται «συμφωνητικό μισθώσεως εργασίας», σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων για χρονικό διάστημα 60 τουλάχιστον ημερών (μη δεσμευτικό για τους συμβαλλομένους, αφού στο ίδιο συμφωνητικό ορίζεται ότι η σύμβαση μπορεί να λήξει ενωρίτερα εφόσον τούτο αποφασισθεί από τον έναν εξ αυτών),  εκμισθώνει στην εναγόμενη την προσωπική του εργασία ως Α΄μηχανοδηγός στο τελούν σε αργία στο λιμένα του Περάματος εν λόγω πλοίο της, αντί ημερομισθίου 70 ευρώ, και στο οποίο επίσης αναφέρεται ότι η σύμβαση δεν αφορά σε «ναυτική καθαρώς εργασίαν», καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, όπως και πράγματι συνέβη στην κρινόμενη περίπτωση, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχομένης απ’αυτόν εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική, είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεσθεί και στην ξηρά. Κατ’ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς τα κονδύλια του αντιτίμου τροφής και της πρόσθετης αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 2.2.2016 έως 6.9.2016, και όχι ως ουσία αβάσιμη, ως θα έδει, κατά τα προεκτεθέντα, διότι εκ της εκτίμησης των αποδείξεων έκρινε ότι η μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης καταρτισθείσα σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας του πρώτου εξ αυτών στο πλοίο της δεύτερης για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την οποία ο ενάγων επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής του για την κατά νόμο θεμελίωση των εν λόγω αξιώσεών του, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης χερσαίας εργασίας, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, ως θα συνέβαινε εάν επρόκειτο περί σύμβασης ναυτικής εργασίας, αλλά του κοινού εργατικού δικαίου, που δεν προβλέπει τέτοιες αξιώσεις, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο ηττηθείς ενάγων με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχήν του λόγου αυτού της έφεσης ως κατ’ουσίαν βασίμου, ν’εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο, και να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής ως προς τα ως άνω κονδύλια η αγωγή, η οποία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ.του ΑΚ, 53, 53, 60 και 64 του ΚΙΝΔ, 1 παρ.1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, καθώς και στις διατάξεις της ισχύσασας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (από 2.2.2016 έως 6.9.2016), κατά το οποίο διήρκησε η ως άνω σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, και στο οποίο ανάγονται οι εν λόγω αγωγικές αξιώσεις, Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.10/01/2014 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (ΦΕΚ Β΄, υπ’αριθμ. 1665/24.6.2014), και περαιτέρω ερευνητέα τυγχάνει κατ’ουσίαν. Εκ της εκτίμησης των ιδίων αποδεικτικών μέσων, που προαναφέρθηκαν, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 2.2.2016 έως 6.9.2016), κατά το οποίο ο ενάγων απασχολήθηκε στο πλοίο της εναγομένης με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α΄, και κατά το οποίο στο εν λόγω πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής και συντήρησης στο Πέραμα Αττικής, δε χορηγείτο στα μέλη του πληρώματος, του ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου, από την πλοιοκτήτρια αυτούσια – παρασκευασμένη τροφή εντός του πλοίου, όπως κατατέθηκε από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρα του ενάγοντος, που επίσης κατά το διάστημα αυτό είχε προσληφθεί και εργαζόταν στο ίδιο πλοίο ως Α΄μηχανικός, και δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, με αποτέλεσμα να υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ημερήσιο αντίτιμο τροφής για κάθε μία εκ των 218 συνολικά ημερών του ως άνω χρονικού διαστήματος, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, όπως έχει ήδη εκτεθεί, και ορίζεται για το ναυτικό αυτής της κατηγορίας πλοίων κάθε βαθμού και ειδικότητας στο ποσό των 15,93 ευρώ, και συνολικά (υποχρεούται να του καταβάλει) το ποσό των 3.472,74 ευρώ (218 ημέρες Χ 15,93 ευρώ αντίτιμο τροφής κάθε ημέρας), δεκτής γενομένης της αγωγής όσον αφορά το συγκεκριμένο κονδύλιο και ως κατ’ουσίαν βάσιμης εν όλω. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι ο ενάγων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, διότι τελούσε υπό συντήρηση και επισκευή σε ναυπηγείο, αλλά και στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, και κατά το οποίο εργαζόταν σ’αυτό ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του στη μηχανή του πλοίου, ως υφιστάμενος του Α΄μηχανικού, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά τα προεκτεθέντα προσωρινή ακινητοποίηση του πλοίου, παράλληλα με τα μέλη των συνεργείων, που πραγματοποιούσαν τις σχετικές εργασίες, παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί υπερωριακά, δηλαδή πέραν των 8 ωρών κατά τις καθημερινές, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα Σ.Σ.Ν.Ε. (στο άρθρο 13 αυτής) ως το ημερήσιο ωράριο εργασίας των ναυτικών της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων από Δευτέρα έως και Παρασκευή, ούτε κατά τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος (σημειωτέον ότι σύμφωνα με την αυτή ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., και δη κατά τα άρθρα 10 και 13 αυτής, η εργασία τους πέραν των 8 ωρών ημερησίως κατά τις Κυριακές θεωρείται υπερωριακή και αμείβεται ως τέτοια, όπως και η εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες), αντίθετα αποδείχθηκε ότι η εργασία του επί του παροπλισμένου πλοίου κατά τις καθημερινές διαρκούσε από ώρα 8.00 έως ώρα 17.00, με ένα διάλειμμα στο ενδιάμεσο από ώρα 12.00 έως ώρα 13.00 για ανάπαυση και φαγητό, και επομένως δεν υπερέβαινε ημερησίως τις 8 ώρες, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται πρόσθετης αμοιβής λόγω υπερωριακής απασχόλησης, του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, που αφορά στο διάστημα αυτό της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης απορριπτομένου ως αβασίμου. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης διά του νομίμου εκπροσώπου της στο Πέραμα Αττικής στις 7.9.2016, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την αυτή ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι και τις 13.1.2017, όταν και απολύθηκε, επίσης στο Πέραμα, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο. Κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.1.2017 έως 13.1.2017 στο εν λόγω πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής και συντήρησης σε ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής, ενώ κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα της ιδίας εργασιακής του σύμβασης, και συγκεκριμένα από τις 20.10.2016, όταν και ολοκληρώθηκαν ανάλογες εργασίες, που επίσης διενεργούντο σ’αυτό από τις 2.2.2016 κατά τα προεκτεθέντα, και έως και τις 15.11.2016 το πλοίο πραγματοποιούσε κυκλικά δρομολόγια, σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιώς, απ’όπου απέπλεε περί ώρα 8.00, και όπου επέστρεφε αυθημερόν με ώρα άφιξης περί την 20.00, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο εκάστου δρομολογίου των λιμένων του Πόρου, της Ύδρας και της Αίγινας, με την επισήμανση ότι από τις 16.11.2016 έως και τις 31.12.2016 παρέμενε προσδεδεμένο σε ασφαλή θέση στο λιμένα του Πειραιώς, και ελάμβαναν χώρα σ’αυτό εργασίες από το πλήρωμά του, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αποσπάσματα από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου αυτού των ανωτέρω χρονικών περιόδων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την αυτή ειδικότητα και εργασιακούς όρους στις 22.3.2017 στο Πέραμα Αττικής, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε την ίδια ημέρα εγγράφως με την εναγόμενη, και παρείχε τις υπηρεσίες του στο ως άνω πλοίο μέχρι και τις 31.7.2017, όταν και απολύθηκε στο Φλοίσβο Αττικής «αμοιβαία συναινέσει», όπως συνάγεται από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα το πλοίο επίσης εκτελούσε κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια με αφετηρία τη Μαρίνα της Καλλιθέας, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 8.00 και όπου επέστρεφε αυθημερόν περί ώρα 20.00, αφού στο μεσοδιάστημα κατέπλεε στους λιμένες των νήσων Ύδρας, Πόρου και Αίγινας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των ανωτέρω δύο ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης (από 7.9.2016 έως 13.1.2017 και από 22.3.2017 έως 31.7.2017) οι όροι της εργασίας του και οι αποδοχές του ρυθμίζονταν αρχικά από την προαναφερθείσα Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014, και στην συνέχεια από τις 12.9.2016, όταν και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄/2878/12.9.2016) η κυρωτική της αμέσως επόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων του έτους 2016 υπ’αριθμ.2242.5.-1.5/72726/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, από την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και με βάση τις ισχύσασες προαναφερθείσες Σ.Σ.Ν.Ε. οι μηνιαίες αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.827,54 ευρώ, στο οποίο, όπως προκύπτει από τις προκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, συμπεριλαμβάνονταν τα ποσά των 115,78 ευρώ και των 376,28 ευρώ, που του καταβάλλονταν κάθε μήνα ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση Σάββατα και αργίες αντίστοιχα, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικά με λόγο της ένδικης έφεσης. Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ζήτησε να του καταβληθεί το ποσό των 1.225,27 ευρώ ως οφειλόμενες σ’αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 13.1.2017, κατά το οποίο, όπως έχει  ήδη αναφερθεί, εκτελούντο στο πλοίο εργασίες επισκευής. Η εναγόμενη, σε απόκρουση του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου, προέβαλε ένσταση απόσβεσης αυτού λόγω καταβολής, ειδικότερα ισχυρισθείσα ότι ο ενάγων έχει ήδη εισπράξει από την ίδια για την εν λόγω αιτία το ποσό των 1.500 ευρώ, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται σχετικώς, προσκομίζοντας προς επίρρωση του ισχυρισμού της την από 7.2.2017 απόδειξη πληρωμής του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2017 για το ως άνω ποσό, που φέρει τη μη αμφισβητηθείσα υπογραφή του ενάγοντος. Ο ενάγων, αμυνόμενος, παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο από πλευράς επίκλησης των παραγωγικών γεγονότων, ισχυρίσθηκε κατ’αντένσταση ότι η ανωτέρω καταβολή δεν αφορά στην επίδικη οφειλή, αλλά σε διαφορετικό χρέος, καθώς με αυτήν εξοφλήθηκε απαίτησή του σε βάρος της εναγομένης για δεδουλευμένες αποδοχές του, οι οποίες ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 14.1.2017 έως 31.1.2017, μεταγενέστερο της απόλυσής του, που έλαβε χώρα στις 13.1.2017, κατά το οποίο εξακολούθησε να εργάζεται άτυπα στο ίδιο πλοίο, χωρίς να είναι ναυτολογημένος σ’αυτό, όπερ, δηλαδή η απασχόλησή του στο πλοίο για την ανωτέρω χρονική περίοδο του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2017, που επακολούθησε της αποναυτολόγησής του, δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την εναγόμενη. Κατόπιν της προβολής της ως άνω αντένστασης του ενάγοντος η εναγόμενη, η οποία δεν αρνήθηκε ειδικά την ύπαρξη του άλλου χρέους, ούτως ώστε να υποχρεούται ο ενάγων να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, όφειλε, φέροντας και το σχετικό βάρος, σε απόκρουση της αντένστασης, να προβάλει, κατ’επανένσταση, και να αποδείξει, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους, είτε με βάση συμφωνία των διαδίκων, είτε με μονομερή εκ μέρους της καθορισμό του επιδίκου ως εξοφλητέου εκ των πλειόνων χρεών με τη συγκεκριμένη καταβολή (σημειωτέον ότι στην ανωτέρω απόδειξη πληρωμής δεν αναγράφεται ότι αφορά σε εξόφληση δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος της χρονικής περιόδου εργασίας του από 1.1.2017 έως 13.1.2017), είτε με βάση τη διάταξη του άρθρου 422 εδαφ.β΄του ΑΚ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, όπερ, όμως, δεν έπραξε εν προκειμένω, και, επομένως, δεν ανταποκρίθηκε στο κατά τα ανωτέρω βάρος, με αποτέλεσμα η ανωτέρω ένστασή της απορριπτέα να τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμη, και το αιτούμενο ποσό να εξακολουθεί να οφείλεται στον ενάγοντα, και η εναγόμενη να υποχρεούται να του το καταβάλει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, κατά παραδοχήν της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης εξόφλησης και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε όσον αφορά την επίσης παραδεκτά προβληθείσα αντένσταση του ενάγοντος επί της ένστασης αυτής, αλλά και τις αποδείξεις ομοίως πλημμελώς εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της από το παρόν Δικαστήριο. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει τούτων, κατά παραδοχήν του ως άνω λόγου, ν’εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, που αφορά στο εν λόγω κονδύλιο των 1.225,27 ευρώ, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή εν όλω ως προς το κονδύλιο αυτό ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 13.1.2017 ο ενάγων απολύθηκε και λύθηκε η σύμβαση ναυτολόγησής του με την εναγόμενη, σε εκτέλεση της οποίας εργάσθηκε στο πλοίο της ανωτέρω, με την αιτιολογία «κλείσιμο ναυτολογίου», όπως προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος συνιστά ουσιαστικά καταγγελία της, για την οποία οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, καθώς δε μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα αυτού, μη εμπίπτουσα στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ. Η ως άνω αποζημίωση του ενάγοντος ανέρχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75,76 και 77 του ΚΙΝΔ, στις τακτικές αποδοχές του 15 ημερών, τούτων υπολογιζομένων κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, και ειδικότερα (ανέρχεται) εν προκειμένω στο ποσό των 1.413,77 ευρώ  (2.827,54 ευρώ οι τακτικές αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα : 30 ημέρες Χ 15 ημέρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή όσον αφορά το αίτημα καταβολής στον ενάγοντα αποζημίωσης απόλυσης λόγω της αποναυτολόγησής του από το πλοίο της εναγομένης στις 13.1.2017 με την αιτιολογία «κλείσιμο ναυτολογίου» ως ουσία αβάσιμη, διότι έκρινε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση απόλυσης του ναυτικού λόγω παροπλισμού του πλοίου, που διήρκεσε περισσότερο από 15 ημέρες, ώστε να δικαιούται ο ενάγων αποζημίωσης, αφού επακολούθησε επαναπρόσληψη αυτού στο ίδιο πλοίο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, και δη στις 22.3.2017, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, κατά παραδοχήν του λόγου αυτού της κρινόμενης έφεσης, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, να γίνει η αγωγή ως προς αυτό εν όλω δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το εν λόγω ποσό των 1.413,77 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης (από 7.9.2016 έως 13.1.2017 και από 22.3.2017 έως 31.7.2017), κατά τα οποία αυτό εκτελούσε τα προαναφερθέντα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, πλην του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 13.1.2017, κατά το οποίο στο πλοίο εκτελούντο εργασίες συντήρησης και επισκευής σε ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής, απασχολήθηκε στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του Α΄μηχανοδηγού, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του στη μηχανή του πλοίου, τελώντας υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του Α΄μηχανικού, συνεπικουρώντας αυτόν και τους λοιπούς αξιωματικούς της μηχανής στα καθήκοντά τους κατά τις οδηγίες του Α΄ μηχανικού, με αντικείμενο της εργασίας του ειδικότερα συνιστάμενο στον έλεγχο της καλής λειτουργίας και στη συντήρηση των κινητηρίων μηχανών του πλοίου, στην καθαριότητα και στην τάξη του μηχανοστασίου, στην καλή συντήρηση των εργαλείων και των λοιπών πραγμάτων του μηχανοστασίου, και πλέον ειδικότερα στη λίπανση και παρακολούθηση όλων των συναρμολογημάτων των κυρίων μηχανών και των βοηθητικών μηχανημάτων του μηχανοστασίου, στην παρακολούθηση των θερμοκρασιών των βαλβίδων, στον καθαρισμό όλων των διαμερισμάτων της μηχανής, στον καθαρισμό και στη στίλβωση όλων των στιλπνών μετάλλων αυτής, και στη συμμετοχή του σε παντός είδους επισκευές μηχανικής φύσης, για τις οποίες ελάμβανε εντολές σχετικώς από τον Α΄μηχανικό. Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών, αλλά και τον όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών, που εκ των πραγμάτων διαφοροποιείται εντός του έτους. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πράγματι εργαζόταν, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, κατ’εντολήν του πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του σ’αυτό. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, που ιδίως κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο έως Οκτώβριο παρουσιάζει αυξημένη επιβατική κίνηση (σημειωτέον ότι ο ενάγων εντός του έτους 2017 ήταν ναυτολογημένος στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τους μήνε Μάρτιο έως και Ιούλιο, όπερ εμπίπτει κατά το μεγαλύτερο μέρος στη θερινή περίοδο), της συνολικής διάρκειας εκάστου ημερησίου κυκλικού δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας μέχρι την άφιξη και τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα  μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου, της σταθερής καταβολής σ’αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, κάθε μήνα συγκεκριμένων χρηματικών ποσών για απασχόληση Σάββατα και αργίες, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, όπως αυτά εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η, σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του, η διάρκεια του οποίου εν προκειμένω προσέγγιζε τις 12 ώρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να μην ταυτίζεται με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ανήλθε σε 10 ώρες, και όχι σε 12 ώρες, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, πλην του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 13.1.2017, κατά το οποίο ο ενάγων, καθώς το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά βρισκόταν ακινητοποιημένο σε ναυπηγείο στο Πέραμα Αττικής, διότι διενεργούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής και συντήρησης, και ο ανωτέρω ασκούσε τα καθήκοντά του στο μηχανοστάσιο, παράλληλα με τα μέλη των συνεργείων, που επίσης απασχολούντο στο πλοίο, όπως βέβαια αυτά είχαν εκ των πραγμάτων τροποποιηθεί και διαμορφωθεί λόγω της κατάστασης της προσωρινής ακινητοποίησης του πλοίου, δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ήτοι δεν εργάσθηκε πέραν των 8 ωρών ημερησίως κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ούτε Σάββατα και αργίες, αφού ανάγκη παροχής τέτοιας εργασίας δεν ανέκυψε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των δεύτερης και τρίτης των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης (από 7.9.2016 έως 31.12.2016 και από 22.3.2017 έως 31.7.2017 αντίστοιχα) απασχολήθηκε σ’αυτό επί 10 ώρες ημερησίως, ενώ κατά το χρονικό διάστημα  από 1.1.2017 έως 13.1.2017 δεν παρείχε υπερωριακή εργασία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ανωτέρω με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολογιακούς πλόες σε ακτοπλοϊκές γραμμές, ο ενάγων απασχολήθηκε σ’αυτό υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 13 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, εν πλω και στο λιμάνι, ήτοι επί 2 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίμαχων χρονικών διαστημάτων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή (άρθρα 10 και 13 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε.), με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στις ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Ειδικότερα, ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση: 1) Επί 2 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και Κυριακές των χρονικών διαστημάτων από 7.9.2016 έως 31.12.2016 και από 22.3.2017 έως 31.7.2017 (171 καθημερινές και Κυριακές) δικαιούται να λάβει το συνολικό χρηματικό ποσό των 3.091,68 ευρώ [342 ώρες (171 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα) Χ 9,04 ευρώ το προβλεπόμενο στις ίδιες  Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξημένο ωρομίσθιο], και β) επί 10 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων (37 Σάββατα και αργίες) δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσό των 4.014,50 ευρώ [370 ώρες (37 Σάββατα και αργίες Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα) Χ 10,85 ευρώ το προβλεπόμενο στις ίδιες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξημένο ωρομίσθιο], όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τους αυτούς λογιστικούς υπολογισμούς, η ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβητείται εν προκειμένω. Επομένως, συνολικά για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των 7.106,18 ευρώ (3.091,68 ευρώ + 4.014,50 ευρώ), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 7.708,18 ευρώ, όπως ο ίδιος αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, το οποίο και προαφαιρεί από το αιτούμενο να του καταβληθεί ποσό, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται, δεκτής γενομένης και ως κατ’ουσίαν βάσιμης της προβληθείσης από την εναγόμενη ένστασης απόσβεσης του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου λόγω προηγηθεισών καταβολών της. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, κατά τα οποία αυτό εκτελούσε δρομολόγια, και ειδικότερα οι παραδοχές της εκκαλουμένης, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο τρόπο μαθηματικού υπολογισμού των χρηματικών ποσών, τα οποία έγινε τελικά δεκτό ότι δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, μεταξύ δε τούτων οι παραδοχές, που αναφέρονται στο ύψος του ωρομισθίου του, όπως αυτό διαμορφώνεται με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, με βάση το οποίο λαμβάνει χώρα ο αριθμητικός υπολογισμός της αμοιβής του, στον αριθμό των καθημερινών ημερών, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, που περιλαμβάνονται στα ως άνω χρονικά διαστήματα, καθώς και στο ποσό, που καταβλήθηκε συνολικά σ’αυτόν από την εναγόμενη ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, δεν πλήττονται ειδικά από τον ανωτέρω διάδικο με την έφεση, που άσκησε, αλλά μόνον οι παραδοχές, που αφορούν στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε στην αγωγή του, εργαζόταν καθημερινά επί 12 ώρες, και, επομένως, δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για την ως άνω παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.111,78 ευρώ  (3.472,74 ευρώ + 1.225,27 ευρώ + 1.413,77 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 1η.8.2017, επομένη της απόλυσής του από το πλοίο της εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 31.7.2017, κατά τα προεκτεθέντα, και συνιστά δήλη ημέρα για την έναρξη της τοκοφορίας του ως άνω ποσού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ), και να επβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, που περιέχεται στο εφετήριο (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης, αφού η αγωγή, κατά το μέρος, που κρατήθηκε και εκδικάσθηκε εξαρχής, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά συγκεκριμένα κεφάλαια, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 18.6.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/20.6.2019 και ………../24.6.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ.311/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση μόνον κατά τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στα ειδικότερα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της παρούσας απόφασης αγωγικά κονδύλια.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 15.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../27.12.2017) αγωγής ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια και μόνον.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν ένδεκα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (6.111,78), με το νόμιμο τόκο από την 1η.8.2017 έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14.1.2021.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ