ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής ενήλικου τέκνου (928 Α.Κ.). Αοριστία σχετικού αιτήματος. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (συζύγου, τέκνου, αδελφής θανόντος).Δεκτή εν μέρει έφεση. Εξαφανίζει εν μέρει εκκαλουμένη ως προς τα επιδικασθέντα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.
Αριθμός Απόφασης: 145/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[Διαδικασία περιουσιακών – Αυτοκινητικών διαφορών]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 18/06/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 18-06-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 26-6-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, κατά της με αριθμ. 1578/27-03-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 21-8-2017 (αριθμ. κατάθ. δικογρ. ……./21-08-2017) αγωγής, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών– αυτοκινητικών διαφορών, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 27-03-2018 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18-06-2018. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τις εκκαλούσες στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).
Με την από 21-8-2017 (αριθμ. κατάθ. δικογρ. …………/21-08-2017) υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγουσες, ήδη εκκαλούσες, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι στον τόπο, χρόνο και υπό τις συνθήκες, που αναφέρουν ειδικότερα στην αγωγή τους, συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, από αποκλειστική υπαιτιότητα του δεύτερου των εναγόμενων (δευτέρου των εφεσιβλήτων), οδηγού του υπ’αριθμ. ……… λεωφορείου, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης (πρώτης των εφεσιβλήτων), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την, κατά το χρόνο του ατυχήματος, αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (τρίτη των εφεσιβλήτων), συνεπεία του οποίου (ατυχήματος) επήλθε τελικά ο θάνατος του πεζού, …………, συζύγου της πρώτης, πατέρα της δεύτερης και αδελφού της τρίτης των εναγουσών. Ότι η πρώτη ενάγουσα κατέβαλε το συνολικό ποσό των 3.596,80 ευρώ για έξοδα κηδείας, κατασκευή τάφου και μνημόσυνο, εκ των οποίων η ίδια έλαβε από τον ασφαλιστικό φορέα (ΙΚΑ) του θανόντος συζύγου της το ποσό των 759,52 ευρώ. Ότι ο θανών σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, όσο ζούσε, συνεισέφερε στη διατροφή αυτής για την κάλυψη των αναγκών, την οποία και η ίδια πλέον στερείται λόγω του επισυμβάντος θανάτου αυτού και για το λόγο αυτό ζητούσε ως αποζημίωση τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ότι η δεύτερη ενάγουσα, ηλικίας 29 ετών είναι άγαμη και ότι τα εισοδήματα από εργασία, που είχε κατά το παρελθόν, δεν επαρκούσαν να παρέχει στον εαυτό της την οφειλόμενη από το νόμο διατροφή, ότι, κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα της, δεν εργαζόταν (από 27-7-2016 είναι άνεργη), ότι κατοικούσε στην ίδια οικία με τους γονείς της, από τους οποίους και διατρεφόταν, κατά την αναφερόμενη στην αγωγή αναλογία εκάστου, και ότι λόγω του ατυχήματος αυτού ομοίως ζημιώθηκε, διότι στερήθηκε η ίδια της διατροφής της και για το λόγο αυτό ζητούσε, ως αποζημίωση, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ότι ο σύζυγος και πατέρας τους αντίστοιχα, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, θα τους προσέφερε τις ως άνω υπηρεσίες διατροφής για τα επόμενα πέντε (5) έτη για την πρώτη ενάγουσα και τρία (3) έτη για τη δεύτερη εξ αυτών. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα της νοσηλείας αυτού στη Μ.Ε.Θ., η πρώτη και δεύτερη των εναγουσών: α) επισκέπτονταν καθημερινά αυτόν και παρέμεναν στο νοσοκομείο επί 12ωρο εκάστη εναλλάξ, προκειμένου να του προσφέρουν την αναγκαία για τον ίδιο ψυχολογική στήριξη, υπηρεσίες για τις οποίες, εάν προσλάμβαναν τρίτο πρόσωπο, θα δαπανούσαν καθημερινά το ποσό των 50 ευρώ ανά 12ωρη βάρδια και β) κατέβαλαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για τις καθημερινές τους μετακινήσεις από και προς το νοσοκομείο, ενώ παράλληλα υποβλήθηκαν σε διάφορα έξοδα για την αγορά ποτών και τροφίμων, που αυτές ανάλωσαν, κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο, καθώς και προϊόντων περιποίησης του ασθενούς. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά τον παραδεκτό εν μέρει περιορισμό των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 223 και 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), οι ενάγουσες ζητούσαν: Α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 80.000 ευρώ σε εκάστη των δύο πρώτων των εναγουσών (σύζυγο και κόρη αντίστοιχα) και το ποσό των 40.000 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα (αδελφή του θανόντος), ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστη εκάστη τούτων (στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 50,00 ευρώ για εκάστη των δύο πρώτων εναγουσών, το οποίο αυτές επιφυλάχθηκαν να αξιώσουν παριστάμενες, ως πολιτικώς ενάγουσες, στα ποινικά δικαστήρια) και όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και Β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος: α) στην πρώτη ενάγουσα: i) το ποσό των 170.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστη από τον αδόκιμο θάνατο του συζύγου της, ii) το ποσό των 2.837,28 ευρώ, για έξοδα κηδείας, κατασκευή τάφου και μνημόσυνο, iii) το ποσό των 1.500 ευρώ, για τις υπηρεσίες που αυτή παρείχε κατά το χρονικό διάστημα νοσηλείας του συζύγου της στη Μ.Ε.Θ., iv) 132,79 ευρώ, για δαπάνες μετακίνησής της στο νοσοκομείο, ν) 96,11 ευρώ, για δαπάνες αγοράς φαρμάκων και υγειονομικού υλικού, νi) 158,50 ευρώ, για δαπάνες αγοράς ποτών, τροφίμων και προϊόντων περιποίησης του θανόντος και όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως το ως άνω παρεπόμενο αίτημα περί τόκων παραδεκτά προστέθηκε με τις έγγραφες προτάσεις τους, vii) το συνολικό ποσό των 502,04 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2017 έως 1-9-2017 (ήτοι 71,72 ευρώ μηνιαίως X 7 μήνες) ως στέρηση διατροφής της, καθώς και το ποσό των 71,72 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-9-2017 έως 14-1-2022, για την αυτή αιτία, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, β) στη δεύτερη ενάγουσα: i) το ποσό των 170.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστη από τον αδόκιμο θάνατο του πατέρα της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ii) το ποσό των 1.500 ευρώ, για τις υπηρεσίες που αυτή παρείχε κατά το χρονικό διάστημα νοσηλείας του πατέρα της στη Μ.Ε.Θ., iii) το ποσό των 132,79 ευρώ, για δαπάνες μετακίνησής της στο νοσοκομείο, iv) το ποσό των 158,50 ευρώ, για δαπάνες αγοράς ποτών, τροφίμων και προϊόντων περιποίησης του θανόντος και όλα τα παραπάνω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως το ως άνω παρεπόμενο αίτημα περί τόκων παραδεκτά προστέθηκε με τις έγγραφες προτάσεις τους, v) το συνολικό ποσό των 2.100 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-2-2017 έως 1-9-2017 (ήτοι 300 ευρώ μηνιαίως Χ 7 μήνες), ως αποζημίωση λόγω στέρησης της διατροφής της, καθώς και το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-9-2017 έως 14-1-2020, για την αυτή αιτία, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και γ) στην τρίτη ενάγουσα, το ποσό των 60.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστη, από τον αδόκιμο θάνατο του αδελφού της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επίσης, ζητούσαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς επίσης να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά τους σε βάρος των εναγομένων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1578/27-03-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/11/2017, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών– αυτοκινητικών διαφορών, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β’, 340, 341, 345, 346, 481 επ, 914, 922, 926, 928, 932 ΑΚ, 2, 4, 9 ν. ΓπΝ/1911 (ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του ΑΚ με τα άρθρα 47 και 114 του Εισαγωγικού του Νόμου), 10, 19 και 24 ν. 489/1976, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το πδ 237/1986, 70, 176, 591 παρ. 1 εδ. α’, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ, απέρριψε τα ακόλουθα αιτήματα αυτής: α) επιδίκασης στην πρώτη ενάγουσα του ποσού των 350 ευρώ για έξοδα στολισμού εκκλησίας σε μνημόσυνο, 60 ευρώ για αμοιβή προσωπικού σε μνημόσυνο, 240 ευρώ για έξοδα ερανικής επιτροπής σε μνημόσυνο, τα οποία κρίθηκαν απορριπτέα ως μη νόμιμα, β) επιδίκασης στην πρώτη ενάγουσα αποζημίωσης, λόγω στέρησης διατροφής, για το πέραν της διετίας χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως προώρως ασκηθέν, γ) επιδίκασης στην πρώτη και δεύτερη των εναγουσών αποζημίωσης λόγω δαπανών μετακίνησής τους από και προς το νοσοκομείο και ανάλωσης τροφίμων, κατά τη νοσηλεία του ασθενούς στο νοσοκομείο, τα οποία κρίθηκαν απορριπτέα ως μη νόμιμα, δ) επιδίκασης στις δύο πρώτες ενάγουσες αποζημίωσης για παρεχόμενες υπηρεσίες στον ασθενή, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο προεχόντως ως νόμω αβάσιμο και ε) επιδίκασης στη δεύτερη ενάγουσα αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής της, καθόσον αυτή δεν εξέθετε ότι εστερείτο ρευστοποιήσιμης περιουσίας, προκειμένου να διατρέφει η ίδια (ως ενήλικη) τον εαυτό της και, λόγω της έλλειψης αυτής, η αγωγή της τυγχάνει αόριστη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), ως προς το αίτημα αποζημιώσεώς της ένεκα στέρησης διατροφής της, γι’ αυτό και το σχετικό αίτημά της κρίθηκε απορριπτέο. Εν συνεχεία, με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (2.051,72), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, υποχρεώθηκαν δε οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης: α) στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, και όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, δεκτού γενομένου ως ουσία βασίμου του αιτήματος των εναγομένων περί εξαίρεσής τους από τους τόκους επιδικίας (346 εδ. δ’ Α.Κ.), κηρύχθηκε δε η απόφαση ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινώς εκτελεστή, για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, για το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα και για το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για την τρίτη ενάγουσα και επιβλήθηκε σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων (3.900) ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες, με την υπό κρίση έφεσή τους, ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, με τα οποία απορρίφθηκε ως αόριστο το αίτημα της υπό κρίση αγωγής περί επιδικάσεως αποζημιώσεως στη δεύτερη ενάγουσα, ενήλικη θυγατέρα του θανόντος, λόγω στερήσεως της διατροφής της, συνεπεία του θανάτου του πατέρα της και έγιναν δεκτά εν μέρει ως βάσιμα τα κονδύλια περί χρηματικής ικανοποίησης εκάστης εξ αυτών, λόγω ψυχικής οδύνης τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.
Από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ Α.Κ., που παρέχει αξίωση αποζημίωσης και σε εκείνον, που είχε απέναντι στο θανατωθέντα αξίωση διατροφής από το νόμο, συνάγεται ότι η αξίωση αυτή αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο της διατροφής στη θέση, που θα βρισκόταν, αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει. Έτσι, από άποψη έκτασης η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1389 επ., 1442 επ., 1485 επ., και 1504 Α.Κ., περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής. Η απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την αξίωση διατροφής, διότι τόσο η γέννηση του σχετικού δικαιώματος, όσο και το οφειλόμενο ποσό (μέτρο) προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του Α.Κ. για τη διατροφή (ανιόντων – κατιόντων ή συζύγων), που όφειλε το θύμα σε εκείνον, που ζητά αποζημίωση από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση του υπόχρεου διατροφής, για τον δε προσδιορισμό αυτής λαμβάνονται υπόψη η πιθανή διάρκεια της ζωής του θύματος και του δικαιούχου και η πιθανή εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης (ΑΠ 939/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 124/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1322/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1361/2010, ΑΠ 925/2004). Με τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. Α.Κ. ρυθμίζεται δε η υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ.2 του ΑΚ., προκύπτει ότι δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 1493 του ΑΚ., όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Προϋπόθεση να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του (ΑΠ 1486/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 828/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1322/2013 ό.π.). Η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων διατροφής του ανηλίκου προς το ενήλικο τέκνο συνίσταται στην υποχρέωση του ενηλίκου τέκνου ν’ αναλώσει και την περιουσία του πριν στραφεί κατά των γονέων του [ή σε περίπτωση θανατώσεως του υπόχρεου γονέα από υπαιτιότητα τρίτου]. Ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του δεν θεωρείται το ενήλικο τέκνο, το οποίο έχει ικανότητα για εργασία και δεν θέλει να εργασθεί ή το τέκνο, το οποίο δεν χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητές του για να κερδίσει περισσότερα (ΜονΕφΑθ 695/2019 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα (ΑΠ 1486/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1381/13). Στοιχεία δε θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, να περιέχονται στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι, μεταξύ άλλων, η αδυναμία του τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του, από τα εισοδήματά του ή την περιουσία (ΑΠ 124/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1322/2013, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 1388/2009, ΤριμΕφΔωδ 87/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 664/2014 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης η δεύτερη ενάγουσα, ενήλικο τέκνο του θανόντος, ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο το αγωγικό κονδύλιο περί αποζημιώσεώς της λόγω στερήσεως της διατροφής της, συνεπεία του θανάτου του πατέρα της από το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, συνισταμένης στην έλλειψη αναφοράς στην αγωγή ότι εστερείτο ρευστοποιήσιμης περιουσίας, προκειμένου να διατρέφει η ίδια (ως ενήλικη) τον εαυτό της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής, όσον αφορά στο αγωγικό κονδύλιο περί επιδικάσεως αποζημιώσεως στη δεύτερη ενάγουσα λόγω στέρησης της διατροφής της, δεν περιέχονται σε αυτήν όλα τα απαιτούμενα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 118 ΚΠολΔ, στοιχεία και συγκεκριμένα δεν εκτίθεται αρκούντως σε αυτήν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι εστερείτο ρευστοποιήσιμης περιουσίας, προκειμένου να διατρέφει η ίδια (ως ενήλικη) τον εαυτό της, λόγω δε της ελλείψεως αυτής η αγωγή, κατά το αγωγικό αυτό κεφάλαιο, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (άρθρο 216 ΚΠολΔ), η αοριστία δε αυτή δε δύναται να καλυφθεί από τις αποδείξεις, διότι ελλείπει η απαραίτητη έγγραφη προδικασία (άρθ. 111 ΚΠολΔ). (βλ. σχετ. ΤριμΕφΔωδ 87/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 664/2014 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε αόριστο το αγωγικό αυτό κεφάλαιο, περί επιδικάσεως αποζημιώσεως στη δεύτερη ενάγουσα, ενήλικο τέκνο του θανόντος, λόγω στερήσεως της διατροφής της, και, εν συνεχεία, απέρριψε αυτό αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 932 του ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Στην περίπτωση της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία παρέχεται, κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 932 του Α.Κ., στα μέλη της οικογενείας του θύματος, το ποσό αυτής προσδιορίζεται, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως είναι ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου, σε συνδυασμό με το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θύματος, το είδος της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και με την προϋπόθεση ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στον ενάγοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση από τη ζημιογόνο αδικοπραξία (ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 ό.π., ΑΠ 1146/2019 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 464/2017 ό.π.), πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 405/2015), χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1361/2013). Ειδικότερα, στην περίπτωση επιδικάσεως στην οικογένεια του θύματος χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης, από το θάνατό του, ερευνάται από το δικαστήριο ως πραγματικό ζήτημα και η ύπαρξη μεταξύ των δικαιουμένων προσώπων και του τελευταίου αισθημάτων αγάπης και στοργής όταν ζούσε, η ηλικία του θύματος και των μελών της οικογένειάς του, καθώς και η συμβίωση ή όχι των επιζώντων μελών της οικογένειας με το ίδιο το θύμα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 ό.π., ΑΠ 1146/2019 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 464/2017 ό.π.). Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν «παρεπόμενη» σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό «κεφάλαιο» και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του «αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου» (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρο 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρο 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Παρέπεται ότι το Εφετείο, αν μετ` εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, δικάζοντας την αγωγή, επιδικάσει τόκου επί του κεφαλαίου, που δεν επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, και το κεφάλαιο αυτό δεν είχε μεταβιβαστεί ενώπιόν του με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, υποπίπτει στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια (ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη δε του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος, με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι, το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ ορθή εκτίμηση, η πλημμέλεια ότι, με το να επιδικάσει στις εκκαλούσες – ενάγουσες, ως χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, τα ποσά των 50.000, 30.000 και 10.000 ευρώ σε καθεμία, σύζυγο του θανόντος, θυγατέρα και αδελφή αυτού, αντίστοιχα, παραβίασε ευθέως, κατά τον προσδιορισμό τους, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον τα επιδικασθέντα ποσά υπολείπονται κατά πολύ των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Tο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1578/2018 απόφασή του, προκειμένου να καθορίσει και να επιδικάσει τα ανωτέρω ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, δέχθηκε, ως προς τις συνθήκες της αδικοπραξίας, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στο ερευνώμενο με τον ανωτέρω λόγο έφεσης ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης, τα ακόλουθα: «…Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγουσών, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (οι λοιποί διάδικοι δεν αιτήθηκαν την εξέταση μάρτυρα), και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.1789, άρθρα 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), την υπ’αριθμ. …/2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………., πτυχιούχου εργοδηγού μηχανολόγου, που διορίστηκε από το Τμήμα Τροχαίας Πειραιά στα πλαίσια διενεργούμενης προανάκρισης για τη διερεύνηση των συνθηκών του τροχαίου ατυχήματος, τις υπ’αρ. …/9-11-2017 και …/9-11-2017 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και ……. αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια των εναγουσών, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. υπ’ αριθμ. ……….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………..), τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, …, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13-12-2016 και περί ώρα 11:30 π.μ. ο δεύτερος εναγόμενος οδηγούσε επί της οδού Ασκληπιού – με κατεύθυνση από τα Μανιάτικα προς το Λιμάνι του Πειραιά – το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……… αστικό λεωφορείο, το οποίο εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο της γραμμής .. «………», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική έναντι των τρίτων ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Φθάνοντας στη συμβολή των οδών Ασκληπιού και Φωτίου Κορυτσάς, ο ως άνω οδηγός σταμάτησε προσωρινά το ως άνω όχημά του, χωρίς να σβήσει τη μηχανή, λόγω εμποδίου στο οδόστρωμα, που προκλήθηκε από τη σύγκρουση δύο προπορευόμενων ΙΧΕ οχημάτων. Ακολούθως, ο δεύτερος εναγόμενος, αφού ενημέρωσε το επιβατικό κοινό σχετικά με το πρόβλημα, που είχε ανακύψει, άνοιξε τις θύρες του λεωφορείου προκειμένου να κατέβουν του οχήματος όσοι εκ των επιβατών το επιθυμούσαν, ταυτόχρονα δε ειδοποίησε τηλεφωνικά το σταθμάρχη υπηρεσίας για το συμβάν – τροχαίο και την καθυστέρηση του συγκεκριμένου δρομολογίου. Λίγα λεπτά αργότερα και ενώ στο λεωφορείο, που ήταν σε λειτουργία με τη μηχανή αναμμένη, είχαν παραμείνει επιβάτες, ο οδηγός αυτού εξήλθε του οχήματος, αφού προηγουμένως το ασφάλισε με χειρόφρενο, προκειμένου να μεταβεί στο σημείο σύγκρουσης των Ι.Χ.Ε. οχημάτων. Μετά πάροδο πέντε λεπτών περίπου και ενώ ο ως άνω οδηγός συνέχισε να βρίσκεται εκτός του λεωφορείου, το τελευταίο – λόγω της κατωφέρειας της οδού Ασκληπιού – άρχισε να κινείται με τις πόρτες ανοιχτές. Ο δεύτερος εναγόμενος προσπάθησε ανεπιτυχώς να εισέλθει στο όχημα ενόσω αυτό βρισκόταν σε κίνηση λόγω της ταχύτητας που είχε αναπτύξει, με αποτέλεσμα το τελευταίο να προσκρούσει, κατά την ανεξέλεγκτη πορεία του, σε σταθμευμένα οχήματα αλλά και να παρασύρει τον ……….., ο οποίος, κατ’ εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν πεζός στο πεζοδρόμιο της διασταύρωσης των οδών Ασκληπιού και Φωτίου Κορυτσά. Τελικά, το ως άνω όχημα ακινητοποιήθηκε μετά από πορεία πενήντα (50) περίπου μέτρων όταν έπεσε πάνω σε δύο σταθμευμένα οχήματα, που του έφραξαν τον δρόμο. Όλα τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά συνομολογούν οι εναγόμενοι. Αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και την αιτία για την οποία κινήθηκε το ως άνω λεωφορείο, ο δεύτερος εναγόμενος στην από 13-12-2016 έκθεση εξέταση αυτού ως κατηγορουμένου, καθώς και στις από 16-6-2017 έγγραφες εξηγήσεις του ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου της Τροχαίας Πειραιά ισχυρίστηκε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά σε μηχανική βλάβη και δη στη δυσλειτουργία του χειρόφρενου του συγκεκριμένου λεωφορείου, το οποίο, μάλιστα, παρότι οι θύρες του ήταν ανοιχτές, κατά την κρίσιμη στιγμή, άρχισε να κινείται προκαλώντας το ένδικο ατύχημα. Μάλιστα, προς επίρρωση του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται την από 21-12-2016 ένορκη εξέταση του μάρτυρα – συναδέλφου του ………, ο οποίος, ως οδηγός του εν λόγω οχήματος, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι: «…για τη συγκεκριμένη μάρκα λεωφορείου, την Solaris, πολωνικής προέλευσης έχει συζητηθεί από διάφορους συναδέλφους ότι το χειρόφρενο δεν κουμπώνει καλά και η καστάνια του με συνέπεια να μην ασφαλίζει και να απελευθερώνεται το όχημα…». Κατά τον τεχνικό έλεγχο που διενεργήθηκε στο ως άνω λεωφορείο από τεχνικούς του ΚΤΕΟ Χολαργού, μετά το ένδικο ατύχημα, προέκυψε ότι: «….1. Το σύστημα τροχοπέδησης λειτουργεί κανονικά με ποσοστό πέδησης 104,2% (κατώτερο επιτρεπτό όριο είναι το 50%) και με ποσοστά απόκλισης μεταξύ δεξιού και αριστερού τροχού ανά άξονα, για τον εμπρόσθιο 17,15%, για το δε οπίσθιο 25,96% (με επιτρεπτό όριο μονοπλεύρου ανά άξονα έως 30%). 2. Το χειρόφρενο λειτουργεί κανονικά με απόδοση 17,36% (με κατώτατο όριο 16%). 3. Το σύστημα ηλεκτρικού χειροφρένου λειτουργεί κανονικά. 4. Το σύστημα άνοιγμα – κλείσιμο των θυρών λειτουργεί κανονικά ώστε με ανοιχτές θύρες ενεργοποιείται αυτόματα το αντίστοιχο σύστημα ακινητοποίησης και το όχημα ακινητοποιείται ακόμα και με το χειρόφρενο λυμένο. Το σύστημα δύναται να απενεργοποιηθεί μέσω διακοπτών και στην περίπτωση αυτή ανοίγοντας τις θύρες δεν ενεργοποιείται αυτόματα το αντίστοιχο σύστημα ακινητοποίησης, και το όχημα δύναται να κινηθεί με ανοιχτές πόρτες. Το χειρόφρενο του οχήματος λειτουργεί κανονικά σε κάθε περίπτωση. Το όχημα προσκομίσθηκε με το σύστημα ανοιχτών – κλειστών θυρών ενεργοποιημένο….» (βλ. το υπ’αριθμ. πρωτ. …./14-12-2016 έγγραφο της Διεύθυνσης ΚΤΕΟ Χολαργού). Περαιτέρω, κατά την εξέταση του άνω οχήματος από τον πραγματογνώμονα – πτυχιούχο εργοδηγό μηχανολόγο, ………., που διορίστηκε από το Τμήμα Τροχαίας Πειραιά, για τη διερεύνηση των συνθηκών του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: α) τα συστήματα τροχοπέδησης, χειρόφρενου και ηλεκτρονικού χειρόφρενου του λεωφορείου λειτουργούσαν κανονικά, β) το σύστημα ανοίγματος – κλεισίματος θυρών – σε συνδυασμό με το σύστημα ακινητοποίησης του λεωφορείου – δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα, γ) όταν έφθασε στο σημείο του ατυχήματος, το ηλεκτροφρενο ήταν στη θέση ενεργοποίησης. Κατά τον άνω πραγματογνώμονα το υπόψη τροχαίο δεν οφείλεται στην οδό, στο περιβάλλον ή στο όχημα αλλά σε ανθρώπινο παράγοντα (βλ προσκ. υπ’αριθμ. ………/2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τις συνθήκες του ατυχήματος και προκύπτουν από το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, το ένδικο τροχαίο οφείλεται σε μηχανική βλάβη και δη στη δυσλειτουργία του χειρόφρενου του συγκεκριμένου λεωφορείου. Και τούτο διότι, αν και οι θύρες του ήταν ανοιχτές και το σύστημα ανοιχτών – κλειστών θυρών ενεργοποιημένο (βλ σχετ. άνω τεχνική έκθεση ΚΤΕΟ), δεν ενεργοποιήθηκε αυτόματα το αντίστοιχο σύστημα ακινητοποίησης, το οποίο θα εξασφάλιζε την ακινητοποίηση του οχήματος ακόμα και με το χειρόφρενο λυμένο, με αποτέλεσμα το λεωφορείο να αρχίσει να κινείται λόγω της κατωφέρειας του δρόμου. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο οδηγός του οχήματος αυτού ή κάποιο τρίτο πρόσωπο πάτησε κάποιο πλήκτρο του λεωφορείου, που το έθεσε σε κίνηση (βλ σχετικά προσκ. ένορκες καταθέσεις επιβατών, από τις οποίες προκύπτει ότι η θέση σε κίνηση του λεωφορείου έγινε ξαφνικά μετά πάροδο πέντε λεπτών αφότου ο οδηγός αυτού είχε εξέλθει του οχήματος). Κατά την αυτή κρίση η υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου στην πρόκληση του ατυχήματος οφείλεται στο γεγονός ότι, παρότι ο ίδιος (επαγγελματίας) οδηγός του ως άνω λεωφορείου – γνώριζε για τα σοβαρά μηχανικά προβλήματα του ζημιογόνου οχήματος που αφορούσαν σε θέματα δυσλειτουργίας του χειρόφρενου – από αμέλεια του, ήτοι από έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας και προσοχής, που μπορούσε, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων του και όφειλε, με βάση τους νομικούς κανόνες, και την κοινή λογική και πείρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ως μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός, να καταβάλει, απομακρύνθηκε από το όχημα, το οποίο βρισκόταν σε λειτουργία με τη μηχανή αναμμένη και στο οποίο, μάλιστα, επέβαιναν επιβάτες, αφήνοντάς το ακυβέρνητο, παρότι ο δρόμος ήταν κατηφορικός, με αποτέλεσμα το τελευταίο – λόγω των άνω τεχνικών βλαβών – να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του, να αναπτύξει ταχύτητα και να παρασύρει, τραυματίζοντας θανάσιμα, τον πεζό ……. (34 παρ. 7 ΚΟΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την παράσυρση αυτή ο ως άνω πεζός ………, ηλικίας τότε 77 ετών, τραυματίστηκε βαρύτατα και διεκομίσθη μέσω ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο ΚΑΤ, όπου και διαγνώστηκε ότι υπέστη βαριά συνθλιπτική κάκωση του αριστερού κάτω άκρου με εκτεταμένη συμμετοχή των μαλακών μορίων και των αγγειακών δομών, ευρύ θλαστικό τραύμα στην ιγνυακή περιοχή μήκους περίπου 20 cm με μη ψηλαφητές περιφερικές σφύξεις και ωχρότητα, υπερκονδύλιο κάταγμα αριστερά IIIC, κάκωση Maisonneve συστοίχως, θλαστικό τραύμα δεξιού κάτω άκρου, κάταγμα δεξιού έσω σφυρού, ρωγμώδες κάταγμα δεξιάς πτέρνης και κάταγμα βάσεως του δεξιού 5ου μεταταρσίου οστού (βλ σχετ. την Α.Π. …/9-2-2017 ιατρική γνωμάτευση του ………., Διευθυντή της Β’ ΜΕΘ του ως άνω νοσοκομείου). Ακολούθως, ο άνω παθών υποβλήθηκε σε πληθώρα χειρουργικών επεμβάσεων, λόγω, όμως, του βαρύτατου τραυματισμού του από το ένδικο τροχαίο, απεβίωσε στις 14-1-2017 μετά από νοσηλεία ενός μηνός στη Β’ ΜΕΘ του νοσοκομείου ΚΑΤ (βλ. προσκ. πιστοποιητικό θανάτου και ληξιαρχική πράξη θανάτου)…». Περαιτέρω, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, κατά τα μη εκκληθέντα με την υπό κρίση έφεση κεφάλαιά της, ότι «…Επίσης, αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα – σύζυγος του θανόντος κατέβαλε εξ ιδίων για έξοδα κηδείας του συζύγου της το συνολικό ποσό των 2.766,80 ευρώ εκ των οποίων: α) 1.580 ευρώ για έξοδα κηδείας (ήτοι 150 ευρώ ‘ για φέρετρο + 20 ευρώ για μαξιλάρι + 20 ευρώ τακτοποίηση νεκρού + 20 ευρώ για νεκροφόρα + 50 ευρώ για υπηρεσίες γραφείου τελετών +170 ευρώ για δικαιώματα ναού + 50 ευρώ για αμοιβή ιερέων, + 100 ευρώ για άνθη φέρετρου + 470 ευρώ για δικαιώματα νεκροταφείου + 100 ευρώ για εργάτες ταφής + 250 ευρώ για αμοιβή νεκροφορέων + 180 ευρώ για έξοδα περιποίησης νεκρού – σάβανο, βλ. σχετικά την από 18-1-2018 τριπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών του γραφείου τελετών «………….»). Σημειώνεται ότι δαπάνες για διακόσμηση ναού με άνθη (100 ευρώ) και για στέφανα και σταυρούς από άνθη (80 ευρώ) δεν δικαιούται η πρώτη ενάγουσα, αφού αυτές, …, γίνονται είτε σε εκπλήρωση ηθικού καθήκοντος και σεβασμού στη μνήμη του νεκρού, είτε από ελευθεριότητα και προς κατάδειξη της ιδιαίτερης στοργής και αγάπης του δαπανώντος προς τον νεκρό και δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα κηδείας, που δικαιούται να αναζητήσει από τους υπόχρεους προς αποζημίωση αυτός που τις κατέβαλε. Συνεπώς, τα ως άνω κονδύλια τυγχάνουν απορριπτέα. β) 744,00 ευρώ για κατασκευή τάφου και γ) 442,80 ευρώ για προσφορά καφέ – κονιάκ στην κηδεία του θανόντος (βλ σχετ. τις από 18-1-2017 αποδείξεις του κυλικείου «……………»). Σημειώνεται ότι για έξοδα κηδείας καταβλήθηκε από το ΙΚΑ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένος, κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, ο …………….., το συνολικό ποσό των 759,52 ευρώ και συνεπώς η εναπομένουσα δαπάνη, που συνδέεται άμεσα με την πράξη της ταφής του προσώπου και της τελετής και είναι ανάλογη προς την κοινωνική θέση του θανατωθέντος (ΑΠ 1590/1980 ΝοΒ 29.895), ανέρχεται στο ποσό των 2.007,28 ευρώ (ήτοι 2.766,80 – 759,52), το οποίο δικαιούται η πρώτη ενάγουσα. Περαιτέρω, αναφορικά με τις δαπάνες φαρμάκων και υγειονομικού υλικού, που κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα, λεκτέα τα εξής: α) οι αγορές παστίλιας PROPOLINE ποσού 3,70 ευρώ και συμπληρώματος διατροφής VITABIOTICS ΙΜΜ ποσού 29,88 ευρώ (βλ. σχετ. αποδείξεις φαρμακείων ……. και …… αντίστοιχα) ουδόλως συνδέονται με το επίδικο συμβάν και τις συνέπειες αυτού και β) η δαπάνη για αποστειρωμένα χάρτινα πανωφόρια και καλύπτρες των παπουτσιών των δύο πρώτων εναγουσών ποσού 18,09 ευρώ (βλ απόδειξη ….) αποτελεί έμμεση ζημία αυτών, η οποία και δεν καλύπτεται, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω. Συνεπώς, τα εν λόγω κονδύλια τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Αντιθέτως, η πρώτη ενάγουσα δαπάνησε για το σύζυγό της, κατά το χρονικό διάστημα από 21-12-2016 έως 11-1-2017, όσο ο ίδιος βρισκόταν στη ΜΕΘ, και δικαιούται το ποσό των 44,44 ευρώ για αγορά φαρμάκων. Ο ως άνω θανάσιμα τραυματισθείς, κατά το ένδικο ατύχημα, …………, σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του, ηλικίας 77 ετών, ήταν δε υγιής και αρτιμελής για την ηλικία του και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ζούσε μέχρι την ηλικία των 82 ετών. Ήταν συνταξιούχος ΙΚΑ και ελάμβανε ως μηνιαία σύνταξη (κύρια και επικουρική), το ποσό των 1.241,06 ευρώ καθαρά [ήτοι 14.892,70 ευρώ ετησίως (13.207,02 κύρια + 1.685,68 επικουρική) : 12 μήνες/έτος]. Άλλη περιουσία ή εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι είχε. Η ενάγουσα – σύζυγός του, ηλικίας, κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της, 67 ετών, ήταν και αυτή συνταξιούχος ΙΚΑ και ελάμβανε, μηνιαίως, ως σύνταξη (κύρια και επικουρική), το ποσό των 457,63 ευρώ (ήτοι 5.491,56 ευρώ ετησίως : 12 μήνες/έτος). Επίσης, αυτή παρείχε τις προσωπικές της υπηρεσίες για την περιποίηση του συζύγου και του οίκου της, οι οποίες, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποτιμώνται στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Δεν αποδείχθηκε ότι είχε περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Οι ανάγκες της οικογένειας τους (τροφή, ένδυση, ψυχαγωγία κλπ), κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, ήταν οι συνήθεις ανάγκες ενός ζευγαριού με τις ως άνω ηλικίες. Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το σύνολο των εισοδημάτων της πρώτης ενάγουσας και του συζύγου της θα ανερχόταν κατά το επίδικο διάστημα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων στο ποσό των (1.241,06 + 457,63 + 200) 1.898,69 ευρώ. Από το ποσό αυτό η ενάγουσα θα εδικαιούτο ν’ απαιτήσει το ποσό των 291,71 ευρώ (1.898,69 : 2 – 200 – 457,63) ως συνεισφορά στη διατροφή της. Έτσι η οφειλόμενη στην ενάγουσα αποζημίωση για στέρηση της μηνιαίας διατροφής της ανέρχεται στο ως άνω ποσό (291,71 ευρώ). Όμως, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. 10/2017/184/13-2-2017 Απόφαση του ΙΚΑ – Υποκατάστημα Πειραιά – Νήσων, η ως άνω διάδικος από 1-2-2017 λαμβάνει από τον εν λόγω ασφαλιστικό οργανισμό προσωρινή σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της, ανερχόμενη στο ποσό των 345,60 ευρώ μεικτά και 324,86 ευρώ καθαρά (χωρίς κράτηση 6% για κλάδο ασθένειας) μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για απονομή σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου. Τα ανωτέρω ποσά μεταβιβάζονται εκ του νόμου αυτοδικαίως στον πιο πάνω ασφαλιστικό οργανισμό (άρθρο 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του ν. 4476/1965 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986 και το β.δ. 226/1973) και κατ’ εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ μειώνουν την οφειλόμενη στην πρώτη ενάγουσα αποζημίωση. Επομένως, αυτή δικαιούται να λάβει τη διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση των πιο πάνω κονδυλίων από την οφειλόμενη στην ίδια διατροφή. Επειδή, όμως, από την αφαίρεση προκύπτει αρνητική διαφορά (291,71 – 324,86 = 33,15) συνάγεται ότι ουδέν επιπλέον δικαιούται να λάβει, καθότι το μηνιαίο ποσό σύνταξης που έλαβε από το ΙΚΑ, ως ανωτέρω εκτέθηκε, υπερκαλύπτει το ποσό των 291,71 ευρώ, που θα εδικαιούτο να αξιώσει ως αποζημίωση για τη στέρηση της παρεχόμενης από τον θανόντα διατροφής της για το χρονικό διάστημα από 1-2-2017 έως 30-9-2019, τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η πρώτη ενάγουσα απορρίπτονται ως ουσία αβάσιμα. Μετά ταύτα παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού, νόμω και ουσία βάσιμου της ένστασης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της πρώτης ενάγουσας, κατά το ποσό που αυτή έλαβε ή δικαιούται να λάβει από τον ασφαλιστικό φορέα του συζύγου της (βλ ΙΚΑ), ως οριστική σύνταξη λόγω θανάτου αυτού, το οποίο προέβαλαν οι εναγόμενοι, καθώς επίσης και το αίτημα αυτών περί προσκόμισης από την πρώτη ενάγουσα απόφασης του Διευθυντή ΕΦΚΑ, από το οποίο να προκύπτει εάν η σύνταξη που λαμβάνει η πρώτη ενάγουσα λόγω θανάτου του συζύγου της είναι προσωρινή ή οριστική, καθώς και το ποσό που δικαιούται να λάβει ως οριστική (και όχι προσωρινή) σύνταξη για την παραπάνω αιτία…». Τέλος, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια της εκκαλουμένης περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν οι ενάγουσες, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι «…αποδείχθηκε ότι όλες οι ενάγουσες – σύζυγος, θυγατέρα και αδελφή του – συνδέονταν μαζί του με αμοιβαίους και στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης, άρρηκτη στενή συγγένεια, ακατάλυτους οικογενειακούς δεσμούς και στενό ψυχικό δεσμό. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε στα προαναφερθέντα πρόσωπα βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοητεύσεως, που έχασαν τον σύζυγο – πατέρα – αδελφό τους αντίστοιχα, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον, οι οποίες στερήθηκαν τη συντροφιά, τις συμβουλές και την αγάπη που τους χάριζε. Ενόψει τούτων, ο θάνατός του προξένησε σε όλες τις πιο πάνω ενάγουσες και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά τους, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, προς απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του ……………, η ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (77 ετών) και η ηλικία και η ευαισθησία των άνω δικαιούχων, ο βαθμός υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου καθεμίας εκ των εναγουσών με τον θανόντα, που ήταν ανάλογος και με τη σχέση και συγγένειά τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε η καθεμία από αυτές, η μέχρι το ατύχημα καλή κατάσταση της υγείας του και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσιακή κατάσταση της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική …, πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης που επήλθε και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής, στο ποσό των 50.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα – σύζυγο, στο ποσό των 30.000 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα – θυγατέρα και 10.000 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα – αδελφή. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των δύο πρώτων εναγουσών επιδικάζονται, όπως έχουν περιοριστεί νόμιμα κατά το ποσό των 50,00 ευρώ ύστερα από αίτημα των τελευταίων, προκειμένου να παρασταθούν αυτές ως πολιτικώς ενάγουσες για την ίδια αιτία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου…». Με αυτά, που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και καθόρισε τη χρηματική ικανοποίηση των εκκαλουσών, λόγω ψυχικής οδύνης τους στα προαναφερθέντα ποσά, υποχρέωσε δε τους εναγομένους, να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας: α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, παραβίασε, με το να μην εφαρμόσει, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον τα επιδικασθέντα ως άνω ποσά, δεν τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την ψυχική οδύνη, που δέχθηκε αυτό ότι υπέστησαν οι εκκαλούσες – ενάγουσες, υπό τις περιστάσεις, που προαναφέρθηκαν και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπονται δε και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει, πλην του σκέλους αυτού, σύμφωνα με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εκκαλουμένη στερείται αιτιολογίας ως προς την επιδίκαση των ως άνω ποσών χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στις ενάγουσες, καθώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η απόφαση δεν στερείται, ως προς τον καθορισμό των στοιχείων της χρηματικής ικανοποιήσεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ανεξάρτητα από το ότι κατά τον προσδιορισμό της παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, όπως προεκτέθηκε, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της εφέσεως (ΑΠ 464/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά το σκέλος αυτό, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι συνθήκες της αδικοπραξίας, όπως επίσης η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση των μερών για τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση αυτών να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το Δικαστήριο της ουσίας αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. σχετ. ΑΠ 600/2018 Δημ. Νόμος). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αριθμ. 1578/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – αυτοκινητικών διαφορών, κατά τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της, περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στις ενάγουσες και να κρατηθεί η υπόθεση, ως προς αυτά, από το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, εφόσον από την εκτίμηση του ως άνω αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγουσών, όπως αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (οι λοιποί διάδικοι δεν αιτήθηκαν της εξετάσεως μάρτυρα), και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 378/1997 ΕλλΔνη 1997.1789, άρθρα 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από όλα τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (άρθρο 395 ΚΠολΔ) (ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος), την υπ’αριθμ. …/2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….., πτυχιούχου εργοδηγού μηχανολόγου, που διορίστηκε από το Τμήμα Τροχαίας Πειραιά στα πλαίσια διενεργούμενης προανάκρισης για τη διερεύνηση των συνθηκών του τροχαίου ατυχήματος, τις υπ’αρ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των …….. και . .. αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια των εναγουσών, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. υπ’ αριθμ. ……… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, . …), τα όσα συνομολογούν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους νόμιμα και παραδεκτά επανυποβάλλουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι οι ενάγουσες, ήτοι η πρώτη ενάγουσα, ηλικίας, κατά το χρόνο θανάτου του επί τριάντα περίπου έτη συζύγου της, 67 ετών, συνταξιούχος του Ι.Κ.Α., η δεύτερη ενάγουσα, άγαμη θυγατέρα του θανόντος, ηλικίας 29 ετών, η οποία διέμενε στην πατρική οικία και η τρίτη ενάγουσα αδελφή του θανόντος, συνδέονταν μαζί του με αμοιβαίους και στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης, άρρηκτη στενή συγγένεια, ακατάλυτους οικογενειακούς δεσμούς και στενό ψυχικό δεσμό, ότι ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε στα προαναφερθέντα πρόσωπα βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοητεύσεως, καθώς έχασαν τον σύζυγο – πατέρα – αδελφό τους αντίστοιχα, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον, οι οποίες στερήθηκαν τη συντροφιά, τις συμβουλές και την αγάπη, που τους χάριζε, ότι ενόψει τούτων, ο θάνατός του προξένησε σε όλες τις πιο πάνω ενάγουσες και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά τους, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, προς απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν, και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση, ότι η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του ……….., όπως έγιναν δεκτές με την εκκαλουμένη, η οποία δεν προσβάλλεται κατά το κεφάλαιο περί υπαιτιότητας, η ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (77 ετών) και η ηλικία και η ευαισθησία των άνω δικαιούχων, ο βαθμός υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου καθεμίας εκ των εναγουσών με τον θανόντα, που ήταν ανάλογος και με τη σχέση και συγγένειά τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε η καθεμία από αυτές, η μέχρι το ατύχημα εν γένει καλή κατάσταση της υγείας του σε σχέση με την ηλικία του (βλ. ιδίως τη με αριθμ. πρωτ. …/09-02-2017 Ιατρική Γνωμάτευση του Τμήματος Β΄ Μ.Ε.Θ. του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Κ.Α.Τ.») και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών (εκ των οποίων η πρώτη ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1950, είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α., η δεύτερη ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1988, ήταν άνεργη κατά το χρόνο θανάτου και απασχολούμενη, εν συνεχεία, με σύμβαση μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, ως ιδιωτική υπάλληλος), η πρώτη εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρία οδικών συγκοινωνιών και ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος έχει γεννηθεί το έτος 1956, απασχολείται ως οδηγός στην πρώτη εναγομένη εταιρία), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσιακή κατάσταση της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης, που επήλθε, και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής, στο ποσό των 65.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα – σύζυγο, στο ποσό των 60.000 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα – θυγατέρα και στο ποσό των 15.000 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα – αδελφή. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των δύο πρώτων εναγουσών επιδικάζονται, όπως έχουν περιοριστεί νόμιμα κατά το ποσό των 50,00 ευρώ ύστερα από αίτημα των τελευταίων, προκειμένου να παρασταθούν αυτές ως πολιτικώς ενάγουσες για την ίδια αιτία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 352 του ΚΠολΔ, «η ομολογία του διαδίκου, ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνον που ομολόγησε. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία». Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνον εκείνη του διαδίκου, που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την δίκη (ή του εντεταλμένου δικαστού), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικος και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία έγινε επίκλησή της, ως αποδεικτικού μέσου. Η κατά τα ανωτέρω δε ομολογία, δηλαδή η παραδοχή, με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο, που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο, εκείνου, που φέρει το βάρος της επικλήσεως και της αποδείξεώς του, πρέπει να έγινε με πρόθεση από αυτόν προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη, δηλαδή, δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνον η γενομένη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητουμένου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, πρέπει δε να είναι σαφής και συγκεκριμένη. Ειδικότερα, δικαστική ομολογία υπάρχει, όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από τον διάδικο επιζήμιο γι` αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 677/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1517/2013, ΑΠ 953/2013, ΑΠ 510/2010, 2185/2009). Κατά το άρθρο δε 261 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια, γενικά ή ειδικά, για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών των αντιδίκων του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού απόκειται στο δικαστή να κρίνει, σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋπόθεση συναγωγής της λεγομένης έμμεσης δικαστικής ομολογίας των διαδίκων, σε σχέση με συγκεκριμένο πραγματικό ισχυρισμό του αντιδίκου του, είναι να μην αμφισβητήθηκε ειδικώς από εκείνον ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός. Αν συντρέχει η αρνητική αυτή προϋπόθεση, η οποία και μόνον ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ, ΑΠ 498/2019 ό.π., ΑΠ 530/2015), το δικαστήριο της ουσίας δικαιούται να κρίνει, ανελέγκτως ως προς τούτο, αν από το σύνολο των ισχυρισμών και τη γενική άρνηση που προβάλλεται, συνάγεται έμμεση ομολογία (ΑΠ 498/2019 ό.π., ΑΠ 1453/2003, 885/2002) Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί αυτού, ανάγεται σε πράγματα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 498/2019 ό.π., ΑΠ 653/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες μέμφονται την εκκαλουμένη, επικαλούμενες ότι δεν ελήφθη υπόψη, κατά τον προσδιορισμό του επιδικασθέντος σε αυτές ποσού χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν, η ομολογία των εναγομένων περί του ύψους, που αναλογούσε σ’ εκάστη εξ αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγουσών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αντικείμενο της, κατ’ άρθρα 352 επ. ΚΠολΔ, ομολογίας μπορούν να είναι μόνο πραγματικά γεγονότα, εκείνα δηλαδή, βασικά τα γεγονότα, τα οποία είναι προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου. Δεν μπορούν να είναι αντικείμενο ομολογίας οι έννομες σχέσεις, οι αόριστες νομικές έννοιες, οι νομικοί κανόνες, εκτιμήσεις και χαρακτηρισμοί, η ερμηνεία των δικαιοπραξιών (ΑΠ 751/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1478/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 737/2005, ΑΠ 325/2001). Το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό, που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται, δε, κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΑΠ 1251/1988 ΕλλΔ 30.1449, ΑΠ 1410/1986 ΝοΒ 35.925, ΕφΑΘ 2402/1990 ΕλλΔ 31.1498, Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Β`, έκδοση 1994, άρθρο 271, υπό 15 και 16, σελ. 250). ΄Αλλωστε, στο από 3-11-2017 έγγραφο της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς και στις προτάσεις των εναγομένων, γίνεται αναφορά περί προτάσεως εξώδικου συμβιβασμού στις ενάγουσες, την 3/11/2017, στο ποσό των 145.000 ευρώ για το κεφάλαιο και το ποσό των 5.000 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη, η οποία (πρόταση) απορρίφθηκε, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, όμως, ως προς το ύψος των επιμέρους κονδυλίων της υπό κρίση αγωγής. Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά τ’ ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη, ως προς τα εκκληθέντα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κεφάλαια περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγουσών και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας: α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, δεκτού γενομένου με την εκκαλουμένη, ως ουσία βάσιμου, του αιτήματος των εναγομένων περί εξαίρεσής τους από τους τόκους επιδικίας (346 εδ. δ’ ΑΚ), διότι οι τελευταίοι πρότειναν στις ενάγουσες εξώδικη επίλυση της ένδικης διαφοράς, από την οποία προκύπτει ότι αυτοί αναγνώρισαν την υποχρέωσή τους προς αποζημίωση έναντι των άνω ζημιωθέντων προσώπων, την οποία (πρόταση), όμως, αυτές (ενάγουσες) απέρριψαν. Σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης, δεν πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση και ως προς το κεφάλαιο των τόκων αυτοτελώς με λόγο έφεσης, ώστε να κριθεί η ορθότητά του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παρά μόνο για τις ως άνω ένδικες απαιτήσεις. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στις εκκαλούσες του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 1578/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – αυτοκινητικών διαφορών μόνον κατά το μέρος, που αφορά στα κεφάλαια, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, περί επιδικάσεως στις ενάγουσες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στις εκκαλούσες του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση καθ’ ο μέρος εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό κρίση αγωγή, κατά τ’ ανωτέρω, ως προς τα κεφάλαια αυτής περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγουσών.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας: α) στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα, το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 14/02/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ